Διατροφή Συζύγου

   Οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού και ανάλογα με τις δυνάμεις του ο καθένας στις ανάγκες της οικογένειας, στην υποχρέωση, δε, αυτή περιλαμβάνεται και η αμοιβαία υποχρέωση διατροφής τους. Η υποχρέωση να διατρέφουν και να συνεισφέρουν στις οικογενειακές ανάγκες διαρκεί όσο διαρκεί η έγγαμη συμβίωση, μόλις όμως επέλθει ρήξη ή διακοπή αυτής μέσω διαζυγίου, η υποχρέωση αυτή παύει να υπάρχει, αλλά γεννιέται μία αφηρημένη υποχρέωση διατροφής των συζύγων και των κοινών τέκνων τους.

   Αν ο/η σύζυγος διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, η διατροφή που του οφείλεται από τον άλλο πληρώνεται σε χρήμα και προκαταβάλλεται κάθε μήνα (άρθρο 1391 Α.Κ.). Συνεπώς, η υποχρέωση αμοιβαίας διατροφής συνεχίζεται και μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης υπέρ του συζύγου που την διέκοψε για εύλογη αιτία ή εγκαταλείφθηκε από τον άλλον. Όταν ειδικότερα διακοπεί η έγγαμη συμβίωση, οπότε δεν υπάρχει κοινός οίκος και οικογενειακές ανάγκες παύει μεν η υποχρέωση συνεισφοράς, διότι δεν είναι νοητή, αλλά ο σύζυγος, που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση από εύλογη αιτία ή εγκαταλείφθηκε από τον άλλο, δικαιούται ν` απαιτήσει από αυτόν διατροφή σε χρήμα, προκαταβαλλομένη κάθε μήνα, με τις ίδιες προϋποθέσεις που τη δικαιούνταν κατά τη διάρκεια της συμβίωσης. Συνήθως, όταν μετά από διαζύγιο κάποιος από τους δύο συζύγους δεν δύναται να δουλέψει (για παράδειγμα γιατί είναι απασχολημένος από τα τέκνα) τότε μπορεί να διεκδικήσει από τον άλλον διατροφή.

   Προϋποθέσεις καταβολής της ως άνω διατροφής συζύγου, η οποία συνίσταται σε μία παροχή σε χρήμα και προκαταβάλλεται κάθε μήνα, είναι κατ’ αρχήν:

   α) να υφίσταται ο γάμος,

   β) να έχει επέλθει διακοπή της εγγάμου συμβιώσεως, είτε σωματικά/εξωτερικά είτε βουλητικά/ψυχολογικά,

   γ) η διακοπή να έχει γίνει από εύλογη αιτία, δηλαδή από γεγονός που να δικαιολογεί αντικειμενικά τη διακοπή της συμβίωσης ή από γεγονός αναγόμενο σε αποκλειστική υπαιτιότητα του άλλου συζύγου (υπόχρεου) και

   δ) η ασθενέστερη οικονομική κατάσταση του δικαιούχου.

   Εύλογη αιτία είναι ο κλονισμός του γάμου που στοιχειοθετεί και λόγο διαζυγίου καθώς και άλλα γεγονότα, τα οποία δικαιολογούν τη λύση του γάμου, όπως λ.χ. η βίαιη συμπεριφορά του ενός συζύγου (είτε σε σωματικό είτε σε ψυχικό επίπεδο), ο αλκοολισμός, ο τζόγος, μία σοβαρή μεταδοτική ασθένεια και εν γένει η παραβίαση υποχρεώσεων που πηγάζουν από την έγγαμη συμβίωση, όπως η υποχρέωση αμοιβαίου σεβαρμού, στοργής, επίδειξης συζυγικής πίστης, συμβολής στις οικογενειακές δαπάνες, κ.α.

   Για τον τρόπο υπολογισμού του ως άνω κονδυλίου διατροφής συζύγου λαμβάνεται υπόψη μία σειρά παραγόντων όπως η οικονομική δυνατότητα των μερών, οι νέες διαμορφωθείσες συνθήκες και προσωπικές ανάγκες, η ύπαρξη ή όχι ανηλίκων τέκνων, κ.α.

   Επομένως, ο ένας από τους πρώην συζύγους δικαιούται να ζητήσει διατροφή από τον άλλο στις κάτωθι περιπτώσεις:

   α) αν κατά την έκδοση του διαζυγίου ή κατά το τέλος των χρονικών περιόδων που προβλέπονται στις επόμενες περιπτώσεις βρίσκεται σε ηλικία ή σε κατάσταση υγείας που δεν επιτρέπει να αναγκαστεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίζει από αυτή τη διατροφή του,

   β) αν έχει την επιμέλεια ανηλίκου τέκνου και γι’ αυτό το λόγο εμποδίζεται στην άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος για ένα διάστημα που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα τρία χρόνια από την έκδοση του διαζυγίου,

   γ) αν δεν βρίσκει σταθερή κατάλληλη εργασία ή χρειάζεται κάποια επαγγελματική εκπαίδευση, για ένα διάστημα που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα τρία χρόνια από την έκδοση του διαζυγίου,

   δ) σε κάθε άλλη περίπτωση, όπου η επιδίκαση διατροφής κατά την έκδοση διαζυγίου, επιβάλλεται από λόγους επιείκειας. Εδώ, υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή να επιδικάσει διατροφή στον πρώην σύζυγο εφ’ όσον, κατά την κρίση του, θεωρήσει ότι αυτό είναι δίκαιο.

   Η αξίωση για διατροφή μετά το διαζύγιο παρέχεται, μόνον όταν η διατροφή δικαιολογείται από λόγους κοινωνικούς, ώστε ο/η πρώην σύζυγος να μη μείνει αβοήθητος, όταν δεν μπορεί με τα εισοδήματα, την περιουσία ή το δυνάμενο να ασκηθεί από αυτόν επάγγελμα, να καλύψει τις ανάγκες διατροφής του, όπως αυτές προκύπτουν από τις, μετά το διαζύγιο, συνθήκες της ζωής του. Βασικές προϋποθέσεις για το δικαίωμα διατροφής διαζευγμένου συζύγου είναι, αφενός η ευπορία του υπόχρεου, η οποία πρέπει, να υπάρχει κατά το χρονικό διάστημα για το οποίο ζητείται διατροφή, και δη να υπάρχει η δυνατότητα να καταβάλει διατροφή στον πρώην σύζυγο ενόψει των υποχρεώσεών του δίχως διακινδύνευση της δική του διατροφής, και αφετέρου η απορία του δικαιούχου.

   Ο υπολογισμός της διατροφής γίνεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου που προκύπτουν μετά το διαζύγιο και περιλαμβάνει τα αναγκαία για την συντήρηση του, την διατροφή και την τυχόν εκπαίδευση του. Έτσι, είναι δυνατόν, ενόψει όλων των συνθηκών ηλικίας, υγείας, ικανότητας ή δυνατότητας προς εργασία, εισοδημάτων, περιουσίας και γενικώς ζωής του πρώην συζύγου, συγκριτικώς πάντοτε προς την ευπορία του υπόχρεου, να γεννηθεί δικαίωμα διατροφής, όταν ο πρώτος, που στο πρόσωπο του συντρέχει μία των προαναφερθεισών προσθέτων προϋποθέσεων (κατά το χρόνο εκδόσεως του διαζυγίου αδυναμία ασκήσεως ή συνεχίσεως επαγγέλματος ή ύπαρξη λόγων επιείκειας), έχει περιουσία, το προϊόν όμως ρευστοποιήσεως της οποίας, μαζί με τα τυχόν υπάρχοντα περιορισμένα εισοδήματά του, δεν επαρκούν υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, για συνολική κάλυψη των βιοτικών αναγκών, ενώ περαιτέρω, με βάση τη διέπουσα το θεσμό αρχή της επιείκειας, δεν δύναται να αξιωθεί η εκποίηση μικρής εκτάσεως απρόσοδων περιουσιακών στοιχείων, οσάκις η διατήρησή τους επιβάλλεται από λόγους πρόνοιας, προς εξασφάλιση του ιδιοκτήτη, τέως συζύγου, στο μέλλον για αντιμετώπιση έκτακτης οικονομικής ανάγκης.

   Το δικαίωμα διατροφής δύναται να αποκλειστεί ή να περιοριστεί, αν αυτό επιβάλλεται από σπουδαίους λόγους, ιδίως αν ο γάμος είχε μικρή χρονική διάρκεια ή αν ο δικαιούχος είναι υπαίτιος του διαζυγίου του – ναι μεν, η υπαιτιότητα του συζύγου δεν αποτελεί προϋπόθεση για την επιδίκαση διατροφής, όμως μπορεί να αποτελέσει δυνητικά, λόγο αποκλεισμού ή περιορισμού της διατροφής – ή προκάλεσε εκούσια την απορία του.

   Το ανωτέρω δικαίωμα διατροφής ασκείται με την κατάθεση και κοινοποίηση σχετικής αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, εάν συντρέχει λόγος κατεπείγοντος, ή αγωγής ενώπιον του αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου. Ο έτερος σύζυγος, ο οποίος ενάγεται για την καταβολή διατροφής, στα πλαίσια της άμυνάς του, μπορεί να αρνηθεί την ασκηθείσα αίτηση ή αγωγή και να προβάλει παραδεκτώς τις ενστάσεις: 1) διακινδύνευσης της προσωπικής του διατροφής, 2) αποκλεισμού, άλλως περιορισμού του ύψους της διατροφής για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω, 3) περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος για επιδίκαση διατροφής του άρθρου 281 ΑΚ, προβάλλοντας ιδιαίτερα περιστατικά, τα οποία να καταδεικνύουν προφανή υπέρβαση των ορίων της καλής πίστεως ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του διατροφικού δικαιώματος του/της πρώην συζύγου του. Τέλος, νομίμως ο εναγόμενος σύζυγος μπορεί να προβάλει ότι ο δικαιούχος της διατροφής σύζυγος έχει ξαναπαντρευτεί ή συμβιεί μόνιμα με κάποιον άλλο, περιπτώσεις στις οποίες δεν δικαιούται πλέον να ζητήσει διατροφή.

Επικοινωνήστε μαζί μας!

Εάν χρειάζεστε οποιαδήποτε βοήθεια, μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας. Θα σας απαντήσουμε εντός 1 εργάσιμης ημέρας. Ή αν βιάζεστε, τηλεφωνήστε μας τώρα.

Καλέστε: 21036263332103626334, 6947127417 

karouzakis.law@gmail.com Δευτέρα – Παρασκευή 9:00 – 20:00

Related Posts

Leave a Reply

We are using cookies to give you the best experience. You can find out more about which cookies we are using or switch them off in privacy settings.
AcceptPrivacy Settings

GDPR

  • Πολιτική Cookies

Πολιτική Cookies

Στον ιστότοπο του Δικηγορικού Γραφείου χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη διαδικτυακή σας εμπειρία. Περισσότερα