Νόμιμη Μοίρα – Προβολή Νόμιμης Μοίρας – Περί Κλήρου Αγωγή

   Ι. Νόμιμη Μοίρα

   Η νόμιμη μοίρα αποτελεί την ελάχιστη νομοθετική πρόβλεψη διασφάλισης του κληρονόμου που δεν κληρονομεί τίποτα από τη διαθήκη, δίνοντάς του τη δυνατότητα να αποκτήσει ένα μερίδιο επί της κληρονομητέας περιουσίας. Ισχύει ανεξάρτητα από τη βούληση του διαθέτη και αφορά μόνο στενούς συγγενείς του κληρονομουμένου. Η νόμιμη μοίρα κατά βάση αποτελεί το μισό (1/2) της εξ’ αδιαθέτου μερίδας.

   Δικαιούχοι νόμιμης μοίρας

   Σύμφωνα με το άρθρο 1825 ΑΚ, δικαίωμα συμμετοχής στην κληρονομιά υπό τη μορφή της νόμιμης μοίρας έχουν οι κατιόντες και οι γονείς του κληρονομούμενου και ο σύζυγος που επιζεί. Στην περίπτωση που δεν έχουν συμπεριληφθεί ως κληρονόμοι, ο νόμος δεν τους αφήνει απροστάτευτους, αλλά εντάσσει στην κληρονομητέα περιουσία όσους θα είχαν κληθεί ως εξ’ αδιαθέτου κληρονόμοι, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε αυτή κατά το μισό της εξ’ αδιαθέτου μερίδας.

   Υπολογισμός της νόμιμης μοίρας

   Ο υπολογισμός της νόμιμης μοίρας αποτελεί μία σύνθετη διαδικασία που διαμορφώνεται σύμφωνα με όσα προβλέπει το άρθρο 1831 ΑΚ. Για τον υπολογισμό της υπολογίζονται η κατάσταση και η αξία της κληρονομιάς κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου.

   Από το συνολικό αυτό ποσό αφενός αφαιρούνται τα χρέη και οι δαπάνες τόσο της κηδείας όσο και της απογραφής της κληρονομίας και αφετέρου προστίθενται με την αξία που είχαν κατά το χρόνο της παροχής οτιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, σε μεριδιούχο είτε χωρίς ανταλλάγματα είτε με άλλο τρόπο και επίσης οποιαδήποτε δωρεά που ο κληρονομούμενος έκανε στα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατό του, εκτός αν την επέβαλαν λόγοι ευπρεπείας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον.

   Η αξία της κληρονομίας είναι απαραίτητο να αποτιμηθεί σε χρηματικό ποσό, άλλως είναι ανέφικτο να υπολογισθεί η εξ’ αδιαθέτου μερίδα και εν τέλει η νόμιμη μοίρα.

   Αποκλήρωση κληρονόμου

   Ο νομικός όρος της αποκλήρωσης συνεπάγεται τη στέρηση του δικαιώματος νόμιμης μοίρας. Ο νόμος προβλέπει συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να δώσει το δικαίωμα στον διαθέτη να αποκληρώσει κάποιο κληρονόμο από το ποσοστό της νόμιμης μοίρας.

   Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να συντρέχουν διαζευκτικά μία εκ των κατωτέρω περιπτώσεων:

    Ο μεριδιούχος-κληρονόμος να επιβουλεύτηκε τη ζωή του διαθέτη, του συζύγου ή άλλου κατιόντος του διαθέτη

    Να προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις στο διαθέτη ή στη σύζυγό του

    Να έγινε ένοχος κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση κατά του διαθέτη ή του συζύγου του

    Να αθέτησε κακόβουλα την υποχρέωση που είχε από το νόμο να διατρέφει το διαθέτη

    Να ζει βίο άτιμο ή ανήθικο, παρά τη θέληση του διαθέτη

   Σε περίπτωση αποκλήρωσης ή παραίτησης κάποιου από το ποσοστό της νόμιμης μοίρας, το δικαίωμα αυτό αποκτούν οι μεριδιούχοι που τον διαδέχονται κατά τη σειρά της εξ’ αδιαθέτου διαδοχής.

   ΙΙ. Προσβολή νόμιμης μοίρας

   Τέλος, η προσβολή της νόμιμης μοίρας των εκ του Νόμου κληρονόμων, όταν ο διαθέτης αφήνει όλη την περιουσία του σε τρίτους (π.χ αλλοδαπή, οικιακή βοηθό) και αποκλείει παιδιά ή σύζυγο. Από τον συνδυασμό των άρθρων 1825 και 1829 του Αστικού Κώδικα προκύπτουν τα εξής: «οι κατιόντες […] οι οποίοι θα είχαν κληθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, έχουν δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία. Η νόμιμη μοίρα είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας» (Α.Κ. 1825 παρ. 1). «Κάθε περιορισμός του μεριδούχου από τη διαθήκη, όσο βαρύνει τη νόμιμη μοίρα, θεωρείται σαν να μην έχει γραφεί» (Α.Κ. 1829). Δικαίωμα νόμιμης μοίρας, έχουν τα παιδιά, οι γονείς και η σύζυγος του εκλιπόντος, εφόσον βέβαια ζουν, το οποίο ισούται με το μισό της μερίδας, που θα έπαιρναν, αν δεν υπήρχε η διαθήκη. Το δικαίωμα για προσβολή της διαθήκης, πρέπει να ασκείται χωρίς καθυστέρηση, διότι η παραγραφή είναι 2 έτη, από τη δημοσίευσή της. Στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή (διαδοχή χωρίς διαθήκη) οι κληρονόμοι ορίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 1813 – 1824. Όταν ζουν τα τέκνα/εγγονοί και ο/η σύζυγος του θανόντος: Η/Ο σύζυγος δικαιούται το ¼ της κληρονομιάς ενώ το υπόλοιπο ¾ το μοιράζονται τα παιδιά κατά ίσα μέρη. Σε περίπτωση που δεν ζει κάποιο από τα τέκνα τότε το ποσοστό του θα δοθεί δικό του παιδί (εγγόνι του θανόντος).

   Όταν δεν ζούν τέκνα/εγγονοί αλλά γονείς, αδελφοί και σύζυγος του θανόντος: Ο/Η σύζυγος δικαιούται το ½ της κληρονομιάς ενώ οι γονείς και οι αδελφοί του θανόντος μοιράζονται το υπόλοιπο ½ της κληρονομιάς.

   Όταν ζούν μόνο οι παππούδες και οι γιαγιάδες του θανόντος και ο/η σύζυγος: ο/η σύζυγος δικαιούται το ½ της κληρονομιάς ενώ οι επιζώντες παππούδες/γιαγιάδες δικαιούνται το υπόλοιπο ½.

   Όταν δεν ζεί κανένας συγγενής αλλά μόνο ο σύζυγος : Ο σύζυγος κληρονομεί το σύνολο της κληρονομιάς.

   Όταν δεν ζεί κανένας συγγενής και δεν υπάρχει σύζυγος: Κληρονόμος όλης της περιουσίας του θανόντος γίνεται το Δημόσιο.

   Στην εξ αδιαθέτου διαδοχή, στην πρώτη τάξη καλούνται οι κατιόντες του κληρονομούμενου. Με τον όρο κατιόντες, ο νόμος εννοεί τα πρόσωπα που άμεσα κατάγονται από αυτόν. Πρέπει δηλαδή να υπάρχει συγγενική σχέση «εξ αίματος», ώστε να μην καλούνται πχ παιδιά από άλλο γάμο του συζύγου που επιζεί. Το κληρονομικό δικαίωμα του τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του και αναγνωρίστηκε εκούσια ή δικαστικά, εξομοιώνεται απολύτως με το κληρονομικό δικαίωμα τέκνου που γεννήθηκε μετά τον γάμο των γονέων του. Η εξομοίωση αυτή είναι συνέπεια της αποκατάστασης πλήρους συγγενικού δεσμού μεταξύ του τέκνου και του πατέρα του και των συγγενών του. Καλείται, λοιπόν, στην πρώτη τάξη μαζί με ενδεχομένως άλλα τέκνα του κληρονομούμενου τα οποία γεννήθηκαν σε μεταγενέστερο ή προγενέστερο γάμο του αποθανόντος.

   Στην περίπτωση του συζύγου που επιζεί, ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 1821 καλείται ως κληρονόμος στην πέμπτη τάξη ισχύουν τα εξής: Αυτονόητη προϋπόθεση του κληρονομικού δικαιώματος του συζύγου που επιζεί είναι να υπάρχει γάμος. Η ύπαρξη γάμου ως προϋπόθεση του κληρονομικού δικαιώματος, αποκλείει τον/την πρώην σύζυγο όταν ο γάμος έχει λυθεί με διαζύγιο. Σε περίπτωση δηλαδή διαζυγίου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, ο/η πρώην σύζυγος δεν έχει δικαίωμα στην περιουσία του αποθανόντος. Επιπροσθέτως, το άρθρο 1822 ΑΚ ορίζει ότι ο σύζυγος αποκλείεται από την εξ αδιαθέτου διαδοχή, « αν ο κληρονομούμενος, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου του». Ο δικαιολογητικός λόγος του 1822 ΑΚ είναι ότι εφόσον ο ένας σύζυγος έχει δικαίωμα να ζητήσει διαζύγιο και αποφάσισε να ασκήσει την σχετική αγωγή, είναι απαράδεκτο να διατηρήσει ο άλλος κληρονομικό δικαίωμα από το τυχαίο γεγονός ότι ο ενάγων πέθανε προτού εκδοθεί η δικαστική απόφαση για την λύση του γάμου. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση συναινετικού διαζυγίου. (Ν. Παπαντωνίου, Κληρονομικό Δίκαιο, σελ 365). Με την ανωτέρω διάταξη επέρχεται αυτοδικαίως εκ του νόμου, αποκλεισμός του κληρονομικού δικαιώματος, περιλαμβανομένης και της νόμιμης μοίρας και του δικαιώματος εξαίρετου ( το οποίο περιλαμβάνει κινητά πράγματα μόνο, ήτοι έπιπλα, οικοσυσκευές ενδύματα κα, που χρησιμοποιούσαν είτε μόνο εκείνος που επιζεί είτε και οι δύο σύζυγοι). Η αγωγή του διαζυγίου δεν μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του συζύγου που αποβίωσε. Οι τελευταίοι, για να επιτύχουν τον αποκλεισμό από την κληρονομία, του συζύγου που επιζεί θα πρέπει να ασκήσoυν αναγνωριστική αγωγή, για το βάσιμο του λόγου διαζυγίου (Εφ. Αθ. 864/2002 Δ/νη 43, 1716 Εφ. Αθ. 1714/2000 Δ/νη 42, 793). Το ανωτέρω έννομο αποτέλεσμα του αποκλεισμού επέρχεται ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του εναγόμενου συζύγου, αφού ο νόμος αποσυνδέει τους λόγους διαζυγίου από την υπαιτιότητα (1634 ΑΠ 432/94 Eλλ. Δ/νη 36,173, ΑΠ 1281/93 Ελλ. Δ/νη 36,124 ).

   ΙΙΙ. Περί κλήρου αγωγή

   Η αγωγή περί κλήρου προβλέπεται στις διατάξεις των 1871επ. ΑΚ και αποτελεί το βασικότερο ένδικο μέσο με το οποίο προστατεύεται ο μεριδιούχος στην περίπτωση που το κληρονομικό του δικαίωμα προσβληθεί κατόπιν της επαγωγής της κληρονομίας.

   Την αγωγή περί κλήρου νομιμοποιείται ενεργητικά να την ασκήσει κάθε κληρονόμος που έχει προσβληθεί το κληρονομικό του δικαίωμα και στρέφεται κατά κάθε τρίτου που παρακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομίας. Με τη συγκεκριμένη αγωγή ο ενάγων επικαλείται αφενός την κληρονομική του ιδιότητα και αφετέρου ότι ο εναγόμενος κατακρατεί ως κληρονόμος την κληρονομία ή αντικείμενα αυτής εξ’ ολοκλήρου ή κατά το ποσοστό πλέον της κληρονομικής μερίδας του.

   Αντικείμενα της κληρονομίας είναι α) εκείνα στα οποία ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του είχε δικαίωμα νομής ή κατοχής, ακόμη και αν είχε αποβληθεί όταν ζούσε και β) καθετί που ο νομέας κληρονομίας αποκτά με δικαιοπραξία χρησιμοποιώντας κληρονομιαία μέσα. Όταν ο κληρονόμος λάβει εκείνο που προέρχεται από τέτοια δικαιοπραξία, η δικαιοπραξία αυτή, αν ήταν ανίσχυρη, κυρώνεται.

   Σύμφωνα με το άρθρο 1872 Α.Κ. ως τέτοια θεωρούνται εκείνα τα οποία ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του είχε δικαίωμα νομής ή κατοχής, ακόμη κι αν είχε αποβληθεί όταν ζούσε ,καθώς και καθετί που νομέας κληρονομίας αποκτά με δικαιοπραξία χρησιμοποιώντας κληρονομητέα μέσα. Όταν ο κληρονομούμενος λάβει εκείνο που προέρχεται από τέτοια δικαιοπραξία, η δικαιοπραξία αυτή, αν ήταν ανίσχυρη, ακυρώνεται.

Επικοινωνήστε μαζί μας!

Εάν χρειάζεστε οποιαδήποτε βοήθεια, μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας. Θα σας απαντήσουμε εντός 1 εργάσιμης ημέρας. Ή αν βιάζεστε, τηλεφωνήστε μας τώρα.

Καλέστε: 21036263332103626334, 6947127417 

karouzakis.law@gmail.com Δευτέρα – Παρασκευή 9:00 – 20:00

Related Posts

Leave a Reply

We are using cookies to give you the best experience. You can find out more about which cookies we are using or switch them off in privacy settings.
AcceptPrivacy Settings

GDPR

  • Πολιτική Cookies

Πολιτική Cookies

Στον ιστότοπο του Δικηγορικού Γραφείου χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη διαδικτυακή σας εμπειρία. Περισσότερα