ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ – ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Αριθμός Αποφάσεως
1209/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
Αποτελούμενο από την Δικαστή ……………. Προεδρεύουσα Εφέτη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοικήσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα ………..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 1η Φεβρουάριου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: της τελούσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στην Αθήνα οδός ……….. αρ. ……., με ΑΦΜ ………. (ΔΟΥ ………..), νομίμως εκπροσωπουμένης από την ………. με την ιδιότητά της ως ασφαλιστικής εκκαθαρίστριας, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της ………….., η οποία έχει καταθέσει το υπ’αριθμ. ……. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών στον ΔΣΑ.
Του εφεσιβλήτου: ………. του ……, κατοίκου ……….. Κρήτης, οδός ……. αρ, …….., με ΑΦΜ …….., ΔΥΟ ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Αθανάσιο Καρουζάκη, ο οποίος έχει καταθέσει το υπ’ αριθμ. ……….. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΑ.
Ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος, με την από 15.1.2016 (αριθμ. εκθ. Κατάθ. ……….) ανακοπή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα εκτίθενται σε αυτήν.
Το πιο πάνω Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. …… οριστική του απόφαση, με την οποία δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή. Ήδη, η καθ’ ης η παραπάνω ανακοπή και ήδη εκκαλούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από ……….. έφεσή της κατά της παραπάνω αποφάσεως, η οποία έφεσή της κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……. και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως εκτίθεται παραπάνω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ασφαλισμένος ο οποίος έχει προσκομίσει ασφαλιστήριο ή αίτηση ασφάλισης πλέον απόδειξης (προ)καταβολής ασφαλίσματος, δεν καταγράφεται όμως στα αρχεία της Επιχείρησης καταχωρείται στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στα προσκομισθέντα στον Επόπτη έγγραφα, εφόσον επαληθευθεί από αυτόν, β) Το σύνολο των Παροχών της Επιχείρησης έναντι κάθε Ασφαλισμένου κατά την ημερομηνία κατάρτισης του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής. Η καταγραφή κάθε Παροχής γίνεται με ευθύνη του Επόπτη αφού ληφθεί υπόψη η αποτίμηση της σύμφωνα αφενός με τους όρους του ασφαλιστηρίου, αφετέρου της αίτησης ασφάλισης και εκ τρίτου των διαλαμβανομένων στα αρχεία της Επιχείρησης και των για την συγκεκριμένη σύμβαση διαλαμβανόμενων στο Βιβλίο Τεχνικών Σημειωμάτων και Γενικών και Ειδικών Όρων των Ασφαλίσεων Ζωής της Επιχείρησης. Οι λοιπές τιμές της Παροχής απλώς αναφέρονται στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής». Από τα παραπάνω συνάγεται ότι στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής περιλαμβάνεται το σύνολο των ασφαλισμένων στους κλάδους ζωής με τα ειδικότερα ασφαλιστικά προγράμματα που οι ασφαλισμένοι κατείχαν και προσδιορίζεται το σύνολο των υποχρεώσεων της εταιρείας για κάθε ασφαλιζόμενο ξεχωριστά ανά ασφαλιστήριο ζωής με ημερομηνία υπολογισμού της ως άνω υποχρεώσεως την ημερομηνία κατά την οποία ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εταιρείας, αφού, από την ημερομηνία αυτή αναστέλλεται το δικαίωμα της εταιρείας για είσπραξη ασφαλίστρων και η υποχρέωση ικανοποιήσεως απαιτήσεων από τον ασφαλιστή, κατ’ άρθρο 2 παρ, 1γ’ του Ν 3867/2010. Τα παραπάνω δε στοιχεία που περιλαμβάνονται στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής συγκεντρώνονται κατά κανόνα κατόπιν απογραφής του συνόλου των ασφαλισμένων (άρθρο 4 παρ. 3 της ΥΑ) και όχι βάσει αναγγελιών, καθώς η περίπτωση της αναγγελίας προβλέπεται μόνο ως «θεραπεία» τυχόν σφαλμάτων κατά τη σύνταξη του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής, εξαιτίας των οποίων υπήρξε παράλειψη καταχωρίσεως ασφαλισμένων σε αυτό. Επίσης, το Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής προσδιορίζει το μαθηματικό απόθεμα που όφειλε να διαθέτει η εταιρεία κατά την ημερομηνία ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας της για έκαστο ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Στη συνέχεια, με το άρθρο 1 του Ν 3867/2010 (ΦΕΚ Α’ 128/3.8.2010) καταργήθηκε η ΕΠΕΙΑ και μεταφέρθηκαν όλες οι αρμοδιότητες της στην Τράπεζα της Ελλάδος. Με το άρθρο 2 δε του ίδιου ως άνω νόμου/ όπως προεκτέθηκε, καταργήθηκε η παρ. 4α του άρθρου 10 του ΝΔ 400/1970 και προβλέφθηκε ειδικώς ότι στις εκκρεμείς διαδικασίες που αφορούσαν ασφαλιστικές επιχειρήσεις των οποίων, κατά την ημέρα δημοσιεύσεως αυτού του νόμου, έχει ήδη ανακληθεί η άδεια λειτουργίας και έχει οριστεί επόπτης χαρτοφυλακίων ζωής, θα εξακολουθούσαν να διέπονται από τις διατάξεις που καταργούνταν, όπως αυτές τροποποιούνται και συμπληρώνονται. Επίσης, στο άρθρο 2 παρ. 5 του Ν 3867/2010 ορίζεται ότι: «Αν παρέλθει ένα έτος από τη δημοσίευση αυτού του νόμου χωρίς να εκδοθεί εγκριτική απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, η διαδικασία περατώνεται αυτοδίκαια και για το χαρτοφυλάκιο ζωής εφαρμόζονται οι διατάξεις της ασφαλιστικής εκκαθάρισης του ΝΔ 400/1970, όπως ισχύουν». Η εν λόγω προθεσμία είχε αρχικό παραταθεί διαδοχικά με το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν 4002/2011 έως 31.3.2012 και με το άρθρο τέταρτο παρ. 3 εδ. δ’ του Ν 4063/2012 έως 31,5.2012. Από τις ως άνω διατάξεις, αλλά και τα όσα ήδη εκτέθηκαν, προκύπτει ότι, μετά την ανάκληση της αδείας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχειρήσεως, δίνεται ένα ιδιαίτερο, αυξημένο θα έλεγε κάποιος, βάρος στις περιπτώσεις των ασφαλειών ζωής για τις οποίες δεν έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, ώστε όλες αυτές οι περιπτώσεις, καλούμενες ως «Χαρτοφυλάκιο Ζωής», να «διασωθούν» κατά κάποιον τρόπο, παραμένοντας σε ισχύ, αφού γι’ αυτές ειδικά προβλέπεται ότι δεν λύνονται αυτοδίκαια μετά την οριστική ανάκληση της αδείας της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, με σκοπό να μεταβιβασθούν, αν τούτο καταστεί δυνατό, σε άλλη ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία, Με βάση τα ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι, μετά και την οριστική αποτυχία μεταβιβάσεως σε ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία του Χαρτοφυλακίου Ζωής της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχειρήσεως, θεωρούνται λυμένες και όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής και μάλιστα από την ημερομηνία ανακλήσεως της αδείας λειτουργίας της τελευταίας και από τούδε και στο εξής εφαρμόζονται και για τους δικαιούχους ασφαλίσεως ζωής οι διατάξεις της αναγκαστικής εκκαθαρίσεως, με αυτόθροη συνέπεια, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, την υποχρέωση των τελευταίων για αναγγελία των απαιτήσεών τους στον εκκαθαριστή, με σκοπό την επαλήθευσή τους και την προνομιακή τους ικανοποίηση από την ασφαλιστική τοποθέτηση, μετά από σχετική πρόσκληση από τον τελευταίο, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των όσων προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 10 παρ, 3 του ΝΔ 400/1970 για τους δικαιούχους ασφαλίσματος, Ο μόνος λόγος που δεν προβλέφθηκε και αυτό στην ως άνω διάταξη είναι ότι ο νομοθέτης του ΝΔ 400/1970 θεωρούσε ότι οι ασφαλίσεις ζωής δεν έχουν λυθεί αυτοδίκαια με την ανάκληση της αδείας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, κατά τα ανωτέρω αναλυτικώς εκτιθέμενα. Άλλωστε, όπως ήδη προεκτέθηκε, αυτή η διαδικασία της αναγγελίας των απαιτήσεων ακολουθείται και για τους δικαιούχους ασφαλίσματος και, συνεπώς, το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για τους δικαιούχους ασφαλίσεως ζωής, αφού δεν συντρέχει λόγος διαφορετικής αντιμετωπίσεως αυτών στα πλαίσια της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως και της προνομιακής ικανοποιήσεως αμφοτέρων από την ασφαλιστική τοποθέτηση. Απλά, η όλη διαδικασία για τους τελευταίους ξεκινά σε ένα μεταγενέστερο στάδιο σε σχέση με τη διαδικασία που ισχύει για τους δικαιούχους ασφαλίσματος, καθώς θα πρέπει πρώτα να αποβεί οριστικά άκαρπη η προσπάθεια μεταβιβάσεως του Χαρτοφυλακίου Ζωής σε ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία. Όσον αφορά στο θέμα του εάν η κατάρτιση του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής και η καταγραφή σε αυτό των δικαιούχων ασφαλίσεως μπορεί να υποκαταστήσει την ως άνω υποχρέωση των δικαιούχων ασφαλίσεως ζωής για αναγγελία, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, αυτό δεν είναι δυνατό. Τούτο διότι, καταρχήν, το ίδιο το ως άνω νομοθετικό πλαίσιο δεν δίνει τέτοια σημασία στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο. Άλλωστε, όπως ήδη προεκτέθηκε, η κατάρτιση του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής γίνεται στα πλαίσια της «αναδιοργάνωσης του χαρτοφυλακίου», κατ’ άρθρο 10 παρ. 4α του ΝΔ 400/1970, με σκοπό τη μεταβίβαση αυτού σε ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία. Μετά δε την αποτυχία του ως άνω στόχου, η έννοια και η σημασία αυτού παύει να υφίσταται. Αντίθετα, μάλιστα, στο άρθρο 2 παρ. 4 και 5 του ν. 3867/2010 η μεταβίβαση σε ανάδοχο και η ασφαλιστική εκκαθάριση αντιμετωπίζονται ως δύο αυτοτελείς και αλληλοαποκλειόμενες ταυτόχρονες διαδικασίες, αφού μόνο η λήξη της προσπάθειας για την πρώτη οδηγεί στη δεύτερη. Επίσης, ο διορισθείς Επόπτης Χαρτοφυλακίου Ζωής, ο οποίος ήταν αρμόδιος για την αναδιοργάνωση του χαρτοφυλακίου, είχε λειτουργία συνδεόμενη μόνο με αυτή τη διαδικασία και δεν είναι όργανο της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως. Συνεπώς, όπως σε κάθε συλλογική διαδικασία ικανοποιήσεως των πιστωτών, η προηγούμενη αναγγελία των ασφαλισμένων προς τον εκκαθαριστή, είτε έχουν αξίωση σε ασφάλισμα είτε σε αξία εξαγοράς, είναι αναγκαία προκειμένου να συμπεριληφθούν στην κατάσταση δικαιούχων. Κάθε άλλη αντίθετη προσέγγιση βάσει της οποίας θα υποχρεώνονταν σε αναγγελία αποκλειστικά και μόνο μία κατηγορία ασφαλισμένων, όπως λ.χ. οι δικαιούχοι ασφαλίσματος και όχι οι δικαιούχοι αξίας εξαγοράς ή το αντίστροφο, θα συνεπαγόταν κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ισότιμης μεταχειρίσεως των πιστωτών, η οποία διατρέχει ως θεμελιώδης και κατευθυντήρια βασική αρχή το πτωχευτικό δίκαιο και εν γένει τις συλλογικές διαδικασίες ικανοποιήσεως των πιστωτών. Αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II), στα άρθρα 2 και 8 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις, προσαρμογή που έλαβε χώρα με τον ν. 4364/2016 «Περί ιδιωτικής ασφαλίσεως, καταργήσεως ν.δ. 400/70 κ.λ.π.», ο εθνικός νομοθέτης διέλαβε μεταβατική διάταξη, αυτή του άρθρου 248 του ως άνω νόμου, με την οποία προβλέφθηκε ότι οι υφιστάμενες κατά την 1.1.2016 εκκαθαρίσεις διέπονται από ένα ειδικό νομοθετικό καθεστώς, που αποτελεί σύνθεση διατάξεων του ν.δ. 400/70 και ορισμένων διατάξεων του νόμου που ενσωματώνει την Οδηγία Solvency II. Ο λόγος για την υιοθέτηση του ειδικού αυτού νομοθετικού πλαισίου ήταν, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην Αιτιολογική Έκθεση του παραπάνω νόμου: «η αδυναμία των υφισταμένων εκκαθαρίσεων να ενταχθούν στο νέο πλαίσιο για την ασφαλιστική εκκαθάριση. Στοιχεία που καθιστούν αδύνατο κάτι τέτοιο αποτελούν κυρίως η μη ύπαρξη της έννοιας της ασφαλιστικής τοποθέτησης στο πλαίσιο του νέου νόμου, αλλά και η διαφοροποίηση της σειράς των προνομίων σε σχέση με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, η δραστηριοποίηση του επόπτη εκκαθάρισης σε ενέργειες που πλέον ανήκουν στις αρμοδιότητες του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κ.λ.π.». Και ναι μεν, βούληση του νομοθέτη ήταν να καταστήσει σαφές ότι όλες οι απαιτήσεις από ασφάλιση και όχι μόνον οι απαιτήσεις εκ του ασφαλίσματος υπόκεινται στην υποχρέωση αναγγελίας, πλην όμως, εξαίρεσε ρητώς την εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 242 αυτού για την καθολική αυτή υποχρέωση για όσες ασφαλιστικές απαιτήσεις υφίσταντο ήδη κατά την 31.12.2015. Περαιτέρω, σε περίπτωση που κάποιος ασφαλισμένος από εκείνους που ικανοποιούνται προνομιακά από την ασφαλιστική τοποθέτηση δεν αναγγείλει εμπρόθεσμα τις απαιτήσεις του, τότε προκύπτει το ζήτημα της δυνατότητας εντάξεως των απαιτήσεων αυτών στη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως, εν προκειμένω, της εντάξεώς τους στην Κατάσταση Δικαιούχων Ασφαλισμένων. Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 3 του ΝΔ 400/1970 «Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων Μολονότι η δυνατότητα προβολής αιτήματος περί εκπρόθεσμης αναγγελίας θα μπορούσε, εκ πρώτης όψεως, να θεωρηθεί ως ένα είδος αντιρρήσεως της ανακοπής του άρθρου 10 παρ. 3 του ΝΔ 400/1970, εντούτοις, η συγκεκριμένη προσέγγιση αφ’ ενός προσκρούει στη γραμματική διατύπωση του άρθρου, αφ’ ετέρου δεν είναι συμβατή με το ειδικότερο εννοιολογικό περιεχόμενο των «αντιρρήσεων» και την εν γένει συστηματική της ρύθμιση. Ειδικότερα, στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 10 του ΝΔ 100/1970 ορίζεται ότι, στην κατάσταση δικαιούχων, επί της οποίας ασκούνται οι αντιρρήσεις, περιλαμβάνονται όσοι αναφέρονται στα υπό στοιχεία α-γ στοιχεία, εφόσον έχουν επαληθευθεί οι απαιτήσεις τους. Επομένως, οι όποιες αντιρρήσεις προβάλλονται με την ως άνω ανακοπή αφορούν στην επαλήθευση. Πλην όμως, η επαλήθευση ακολουθεί την αναγγελία και, συνεπώς, αν δεν έχει χωρήσει πρώτα αναγγελία δεν μπορεί να έχει λάβει χώρα επαλήθευση. Επιπλέον, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης διατάξεως, το περιεχόμενο των αντιρρήσεων μπορεί να είναι παράπονο των ασφαλισμένων κατά της απορρίψεως ή της εν μέρει παραδοχής της απαιτήσεώς τους ή παράπονο οποιοσδήποτε ενδιαφερομένου κατά της παραδοχής απαιτήσεώς ασφαλισμένου, Τούτο σημαίνει ότι η αποδοχή της προβολής αιτήματος περί εκπρόθεσμης αναγγελίας στο πλαίσιο της ανακοπής του άρθρου 10 παρ. 3 του ΝΔ 400/1970 δεν θα αφορούσε εν προκειμένω σε επαλήθευση (σε «αντιρρήσεις») επί της ήδη υπάρχουσας Κατάστασης Δικαιούχων Απαιτήσεων, αλλά σε εισαγωγή νέων απαιτήσεων σε αυτήν, μεταβάλλοντας την ειδικότερη αποστολή που υπηρετεί η συγκεκριμένη ρύθμιση (βλ. και την από 12.4.2016 Γνωμοδότηση του Γ. Δ. Τριανταφυλλάκη, Καθηγητή Νομικής στο ΔΠΘ και την από 25.4.2016 Γνωμοδότηση του Αγγέλου Μπώλου, Καθηγητή Εμπορικού Δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου). Τα ανωτέρω ενισχύονται και από το γεγονός ότι στο Πτωχευτικό Δίκαιο, οι διατάξεις του οποίου, όπως ήδη προεκτέθηκε, κατ άρθρο 179 του ΠτΚ, εφαρμόζονται συμπληρωματικά και επί ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως, ρυθμίζεται αντίστοιχα στη διαδικασία της πτωχεύσεως το θέμα της προβολής αντιρρήσεων κατά τη διαδικασία της επαληθεύσεως των απαιτήσεων, με τη διάταξη του άρθρου 95 του ΠτΚ. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ωστόσο, ήτοι, στην έννοια των «αντιρρήσεων» δεν περιλαμβάνεται και η περίπτωση της εκπρόθεσμης αναγγελίας των απαιτήσεων στην πτωχευτική διαδικασία, αφού γι’ αυτήν την περίπτωση υπάρχει ειδική πρόβλεψη. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 1 ΠτΚ προβλέπεται ότι: «Πιστωτές που δεν ανήγγειλαν την απαίτησή τους μέσα στη νόμιμη προθεσμία, ώστε να μετάσχουν στην επαλήθευση, μπορούν με ανακοπή και δικό τους έξοδα να ζητήσουν την επαλήθευσή της από το πτωχευτικό δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία του άρθρου 54». Επομένως και στο Πτωχευτικό Δίκαιο διαχωρίζεται η περίπτωση της προβολής αντιρρήσεων κατά της επαληθεύσεως των απαιτήσεων από αυτήν της μη αναγγελίας των απαιτήσεων. Κατόπιν όλων των παραπάνω, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, είναι σαφές ότι για τον δικαιούχο ασφαλίσεως ζωής που δεν ανήγγειλε την απαίτησή του στον εκκαθαριστή ή δεν την ανήγγειλε εμπροθέσμως, δεν χωρεί η ως άνω ανακοπή του άρθρου 10 παρ. 3 του ΝΔ 400/1970. Χωρεί, όμως, η ανακοπή της διατάξεως του αμέσως παραπάνω εκτιθεμένου άρθρου 92 του ΠτΚ, συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενου και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως. Τούτο είναι, κατ’ αρχήν δογματικά ορθό, καθώς δεν δύναται σε δύο εξίσου συλλογικές διαδικασίες με παρεμφερείς και, σε κάποια σημεία τους όμοιους, σκοπούς, όπως είναι η πτώχευση και η ασφαλιστική εκκαθάριση, στη μεν πρώτη να παρέχεται η δυνατότητα στον πιστωτή που δεν ανήγγειλε εμπρόθεσμα την απαίτησή του να την αναγγείλει ώστε να συμμετάσχει στην πτωχευτική διαδικασία, στη δε δεύτερη να μην προβλέπεται τέτοια δυνατότητα για τον ασφαλισμένο που δεν ανήγγειλε την απαίτησή του, με αποτέλεσμα αυτός να βρίσκεται τελικά σε δυσμενέστερη θέση, όντας αντιμέτωπος με τον κίνδυνο να χάσει κάθε δυνατότητα ικανοποιήσεως, αν παρέλθει η προθεσμία που του τάχθηκε στο πλαίσιο μίας διαδικασίας που κινήθηκε λόγω της αφερεγγυότητας του οφειλέτη του. Μία τέτοια διάκριση μεταξύ των δύο διαδικασιών δεν στηρίζεται σε κανέναν απολύτως λόγο. Ωστόσο, για την συμπληρωματική εφαρμογή της ως άνω διάταξης του άρθρου 92 παρ. 1 του ΠτΚ, και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το όλο νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει για την ασφαλιστική εκκαθάριση, ώστε η άσκηση μίας τέτοιας ανακοπής να μην αποτελέσει τροχοπέδη, ιδίως για τις ταχύτατες διαδικασίες που προβλέπονται για την περαιωσή της. Συγκεκριμένα, η ανακοπή του άρθρου 92 του ΠτΚ δικάζεται, κατ’ άρθρο 54 του ΠτΚ, κατά τη διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας (άρθρα 741 επ. ΚΠΟΛΔ), από το πτωχευτικό Δικαστήριο, που κατ’ άρθρο 53 του ΠτΚ είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο που κήρυξε την πτώχευση. Εντούτοις, στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως, αυτή αποτελεί στάδιο που επέρχεται αναγκαστικά, όπως ήδη προεκτέθηκε, μετά την ανάκληση της αδείας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχειρήσεως για παράβαση νόμου, καθώς και σε περίπτωση λάθους του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχειρήσεως στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών στοιχείων (άρθρο 12 παρ. 1 του ΝΔ 400/1970). Η δε ανάκληση της αδείας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχειρήσεως δεν διατάσσεται από κάποιο Δικαστήριο, αλλά λαμβάνει χώρα μετά από απόφαση του Δ.Σ. της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης. Συνεπώς, εν προκειμένω, στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως, δεν υπάρχει αντίστοιχη έννοια με αυτή του «πτωχευτικού Δικαστηρίου». Ωστόσο, από τις διατάξεις των άρθρων του ΝΔ 400/1970, μπορούν να συναχθούν τα ακόλουθα: α) με τη διάταξη του άρθρου 12α παρ. 6 ΝΔ 400/1970 ορίζεται ότι: «Με τη θέση της επιχείρησης σε ασφαλιστική εκκαθάριση οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων με πρωτοβουλία των δικαιούχων ασφαλίσματος ή του επόπτη εκκαθάρισης και του εκκαθαριστή ή του επόπτη πτώχευσης και του συνδίκου.
Εκκρεμείς διαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται, με κλήση οποιοσδήποτε νομιμοποιούμενου/ στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξάρτητα από το ποσά» και β) με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ, 3 ΝΔ 400/1970 ορίζεται ότι: «Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης, μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι, για τις δίκες που προκύπτουν κατά τη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως ασφαλιστικής επιχειρήσεως, ο νομοθέτης θέλησε να υπάρχει γι’ αυτές αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της επιχειρήσεως και προέβλεψε την εκδίκασή τους με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ως, κατά τεκμήριο, ταχεία διαδικασία, προκειμένου να περατωθεί γρήγορα η διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως και να ικανοποιηθούν οι προνομιακώς ασφαλισμένοι από την ασφαλιστική τοποθέτηση, Συνεπώς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, θα πρέπει η ανακοπή που ασκείται από τους ασφαλισμένους που δεν ανήγγειλαν εμπροθέσμως τις απαιτήσεις τους να θεωρηθεί ως ανακοπή της διατάξεως του άρθρου 92 παρ. 1 του ΠτΚ, συμπληρωματικούς εφαρμοζόμενη, λόγω μη υπάρξεως παρόμοιας ρυθμίσεως στο ΝΔ 400/1970, η οποία θα πρέπει να εκδικάζεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου της έδρας της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση επιχειρήσεως, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
Ο λόγος αυτός εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς, σύμφωνα με όσα αναλυτικώς εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, στην προκειμένη περίπτωση, που ο ανακόπτων, δικαιούχος ασφαλίσεως ζωής, δεν ανήγγειλε την απαίτησή του στον εκκαθαριστή της καθ’ ης η ανακοπή, ετύγχανε συμπληρωματικής εφαρμογής το άρθρο 92 του Πτωχευτικού Κώδικα λόγω μη υπάρξεως παρόμοιας ρυθμίσεως στο ν.δ. 400/1970. Δεν έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά την εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί.
Με τον δεύτερο (επικουρικό) λόγο εφέσεως, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι, και αν ακόμη ήθελε υποτεθεί ότι είναι δυνατή η συμπληρωματική εφαρμογή του άρθρου 92 του ΠτΚ και στο πλαίσιο της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως, η ένδικη ανακοπή δεν περιείχε όλα τα απαραίτητα πραγματικά περιστατικό που είναι ικανά να θεμελιώσουν την εφαρμογή της παραπάνω διατάξεως και, ως εκ τούτου, έπρεπε να έχει απορριφθεί ως αόριστη, άλλως ως νόμω αβάσιμη. Ο λόγος αυτός εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 1 του ΠτΚ, προϋπόθεση ασκήσεως της- κατά το άρθρο αυτό-ανακοπής είναι η απώλεια εκ μέρους του πιστωτή της νόμιμης προθεσμίας για την αναγγελία της απαιτήσεώς του και η μη συμμετοχή του στην επαλήθευση των απαιτήσεων, γεγονός που ο ανακόπτων όλως ορισμένως, εκθέτει στην κρινόμενη ανακοπή του, καθιστάμενης έτσι δυνατής της συμπληρωματικής εφαρμογής του άρθρου 92 του ΠτΚ, πρόκειται, δε, για συμπληρωματική εφαρμογή και όχι αντικειμενική σώρευση των δυο νομικών βάσεων, όπως αβασίμως παραπονείται με τον τρίτο (επικουρικό) λόγο εφέσεως η ανακόπτουσα, λόγος που επίσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Δεν έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά την εφαρμογή του νόμου και οι αμέσως παραπάνω λόγοι εφέσεως πρέπει να απορριφθούν.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τελευταίο (επικουρικό) λόγο εφέσεως, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, δεν επεδίκασε δικαστική δαπάνη εις βάρος του ανακόπτοντος, καθώς η διάταξη του άρθρου 92 του ΠτΚ προβλέπει ότι το συγκεκριμένο ένδικο βοήθημα ασκείται με έξοδα του ανακόπτοντος. Ο λόγος αυτός εφέσεως παραδεκτώς προβάλλεται, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη αμέσως παραπάνω μείζονα σκέψη της παρούσας, καθώς στο δικόγραφο της εφέσεως περιλαμβάνονται λόγοι που αφορούν και σε δικονομικά ζητήματα, δεν επηρεάζεται, δε, η τύχη αυτού από την παραπάνω απόρριψη των λόγων αυτών ως αβασίμων. Είναι, όμως, ο λόγος αυτός της εφέσεως απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω της προφανούς αοριστίας του, διότι η εκκαλούσα δεν εκθέτει εάν είχε υποβάλει κατά την πρωτοβάθμια δίκη αίτημα επιδικάσεως υπέρ αυτής των δικαστικών εξόδων (ΕφΠατρ 43/2018 «ΔΣΑ», ΕφΛαρ 271/2004 Δικ/φία 2005.239), ούτως ώστε να κριθεί από το Δικαστήριο εάν συντρέχει έννομο συμφέρον αυτής προς άσκηση του λόγου αυτού εφέσεως, δεδομένου ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το εν λόγω αίτημα του ανακόπτοντος (περί επιβολής των δικαστικών του εξόδων εις βάρος της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσας) ως μη νόμιμο.
Κατόπιν τούτων και αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι εφέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση στο σύνολό της. Συνακολούθως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του προκαταβληθέντος για το παραδεκτό της εφέσεως παράβολου ποσού διακοσίων (200) ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠΟΛΔ. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας θα συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 του ΚΠΟΛΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή των υπ’ αριθμ. ………., ………. και ………. παραβολών υπέρ Δημοσίου και των υπ’ αριθμ. ………. και παραβολών υπέρ ΤΑΧΔΙΚ), τα οποία εκτίθενται στην έκθεση καταθέσεως του δικογράφου της ένδικης εφέσεως, στο Δημόσιο Ταμείο.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων στις 9 Μαρτίου 2018.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εάν χρειάζεστε οποιαδήποτε βοήθεια, μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας. Θα σας απαντήσουμε εντός 1 εργάσιμης ημέρας. Ή αν βιάζεστε, τηλεφωνήστε μας τώρα.
Καλέστε: 2103626333, 2103626334, 6947127417
karouzakis.law@gmail.com Δευτέρα – Παρασκευή 9:00 – 20:00