ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αρ. Απόφασης: 1209/2018
Αίτηση δικαιούχου απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής προκειμένου να συμπεριληφθεί στον πίνακα κατάταξης

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ – ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός Αποφάσεως

1209/2018

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)

 

Αποτελούμενο από την Δικαστή ……………. Προεδρεύουσα Εφέτη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοικήσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα ………..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 1η Φεβρουάριου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: της τελούσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στην Αθήνα οδός ……….. αρ. ……., με ΑΦΜ ………. (ΔΟΥ ………..), νομίμως εκπροσωπουμένης από την ………. με την ιδιότητά της ως ασφαλιστικής εκκαθαρίστριας, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της ………….., η οποία έχει καταθέσει το υπ’αριθμ. ……. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών στον ΔΣΑ.

Του εφεσιβλήτου: ………. του ……, κατοίκου ……….. Κρήτης, οδός ……. αρ, …….., με ΑΦΜ …….., ΔΥΟ ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Αθανάσιο Καρουζάκη, ο οποίος έχει καταθέσει το υπ’ αριθμ. ……….. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΑ.

Ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος, με την από 15.1.2016 (αριθμ. εκθ. Κατάθ. ……….) ανακοπή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα εκτίθενται σε αυτήν.

Το πιο πάνω Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. …… οριστική του απόφαση, με την οποία δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή. Ήδη, η καθ’ ης η παραπάνω ανακοπή και ήδη εκκαλούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από ……….. έφεσή της κατά της παραπάνω αποφάσεως, η οποία έφεσή της κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……. και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως εκτίθεται παραπάνω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

  1. Η υπό κρίση από 6.12.2016 (αυξ. αρ. εκθ, κατάθ. …… και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ………..) έφεση της εν μέρει ηττηθεΐσας καθ’ης η ανακοπή κατά της υπ’ αριθμ. ……….. οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εξεδόθη, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και έκανε εν μέρει δεκτή την από 15,1,2016 ανακοπή του ανακόπτοντος, έχει ασκηθεί νομοτΰπως και εμπροθέσμως εντός της προβλεπομένης κατά νόμο προθεσμίας, αφού η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην καθ’ης η ανακοπή, με επιμέλεια του ανακόπτοντος στις …………. (όπως δεν αμφισβητείται από τον εφεσίβλητο), ενώ η ένδικη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, στις ……. (άρθρα 495, 511, 513 παρ, 1β, 516 παρ, 1, 517 και 518 παρ, 1 του ΚΠΟΛΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠΟΛΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν, 3994/25-7-2011, σε συνδυασμό με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 72 παρ. 13 του ίδιου ως άνω νόμου). Σημειώνεται ότι, όπως προκύπτει από την σχετική έκθεση καταθέσεως ενδίκου μέσου του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με τη διάταξη του άρθρου 35 παρ. 2 και 45 του ν. 4446/2016), Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠΟΛΔ).
  2. Με την από 15.1.2016 (αυξ. αρ. εκθ, καταθ, ………….) ανακοπή του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι, με την υπ’αριθμ. …………… απόφαση του Δ.Σ. της ………………, ανεκλήθη οριστικώς η άδεια λειτουργίας της εδρεύουσας στην Παλλήνη Αττικής καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……………….» (ήδη εκκαλοΰαας) και αυτή τέθηκε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθαρΐσεως. Ότι ο ίδιος συγκατελέγεται μεταξύ των δανειστών της καθ’ης η ανακοπή ως δικαιούχος απαιτήσεως από ασφάλιση ζωής, όπως εκτίθεται στην ανακοπή, της οποίας (ασφαλίσεως) ο ασφαλιστικός κίνδυνος δεν έχει επέλθει. Ότι, περαιτέρω, ο ανακόπτων δεν ανήγγειλε την απαίτησή από το ένδικο ασφαλιστήριο στον εκκαθαριστή, για τους λόγους που εκθέτει στην ανακοπή του και, έτσι, δεν συμπεριελήφθη η απαίτησή του στον από …………. κατάλογο δικαιούχων απαιτήσεων. Ότι η ανακοπτομένη κατάσταση δικαιούχων καταρτίσθηκε στις …………… και καταχωρήθηκε στις ………….., ενώ η τελευταία δημοσίευση έλαβε χώρα στις ……….. Με βάση τα παραπάνω εκτιθέμενα περιστατικά, ο ανακόπτων ζήτησε να μεταρρυθμισθεί η προσβαλλομένη κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής, έτσι ώστε να συμπεριληφθεί σε αυτήν η απαίτησή του, όπως τα ποσά αυτής προσδιορίζει στην ανακοπή του και να επιβληθούν εις βάρος της καθ’ης η ανακοπή τα δικαστικά του έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω ανακοπή και ανεγνώρισε τον ανακόπτοντα ως δικαιούχο ασφαλίσεως για το ποσό των 3,994,71 ευρώ για το υπ’αριθμ. ………… συμβόλαιο, ……….. ευρώ για το υπ’αριθμ. ………. συμβόλαιο, ……… ευρώ για το υπ’αριθμ. ………… η συμβόλαιο και ……… ευρώ για το υπ’αριθμ. ……….. συμβόλαιο και συνολικά, για το ποσό των 22.768,78 ευρώ, διέταξε, δε, την τροποποίηση της από ………… καταστάσεως δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής της καθ’ης η ανακοπή, ώστε να εξελεγχθεί η ως άνω απαίτηση. Κατά της αποφάσεως αυτής, παραπονείται η καθ’ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω ανακοπή της και να επιβληθούν εις βάρος του εφεσιβλήτου τα δικαστικά της έξοδα.
  3. Η διαδικασία της θέσεως μίας ασφαλιστικής επιχειρήσεως σε ασφαλιστική εκκαθάριση, ρυθμιζόταν από τις διατάξεις των άρθρων του ΝΔ 400/1970 «Περί Ιδιωτικής Επιχειρήσεως Ασφαλίσεως» (ΦΕΚ Α’ 237/17.01.1970). Ωστόσο, με την ψήφιση του Ν 4364/2016 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ και του Συμβουλίου της 25.11,2009 κ,λπ.» (ΦΕΚ Α’ 13/5.2.2016), καταργήθηκε το ως άνω ΝΔ 400/1970. Οι διατάξεις του νέου ως άνω νόμου, κατ’ άρθρο 284 αυτού, ισχύουν από 1.1.2016, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 144, 221 έως και 248 και 272, που ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, ήτοι, από ………… και, ως εκ τούτου, συνάγεται ότι οι ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις, η διαδικασία των οποίων έχει εκκινήσει πριν τις …………., διέπονται από τις διατάξεις του ΝΔ 400/1970 και όχι του νέου νόμου. Με τη διάταξη του άρθρου 12α παρ. 1 εδ. α’ του ΝΔ 400/1970, ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση νόμου, καθώς και σε κάθε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών στοιχείων, ακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης», Ο θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως, όπως περιγράφεται ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρων 10 και 12α του ΝΔ 400/1970, προσομοιάζει προς τον θεσμό της πτωχεύσεως, αφού και οι δύο εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, δηλαδή, τη σύμμετρη ικανοποίηση των δανειστών και για την επίτευξή του προβλέπονται ανάλογες διαδικασίες (ΕΑ 6286/2011, ΕφΠειρ 279/2001 αμφότερες δημοσιευμένες (στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»). Τούτο δε ορίζεται με τη διάταξη του άρθρου 179 ΠτΚ (Ν 3588/2007) σύμφωνα με την οποία «Οι διατάξεις του κώδικα αυτού εφαρμόζονται συμπληρωματικό και επί εξυγίανσης και εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων κατά το μέρος που δεν ρυθμίζονται ειδικά», Μάλιστα, ο θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως είναι ειδικότερος από αυτόν της πτωχεύσεως, του οποίου και προηγείται, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12α παρ. 1 του ΝΔ 400/1970, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 35 παρ, 13 του Ν 2496/1970, κατά το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως και μέχρι την περάτωση αυτής, η ασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση. Από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ, 1 του Ν 2496/1997 «Ασφαλιστική Σύμβαση, τροποποιήσεις ιδιωτικής ασφάλισης κ,λπ,», ως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από…………….. με το άρθρο 278 παρ, 7 του Ν 4364/2016, προκύπτει ότι «ασφάλισμα» είναι η παροχή σε χρήμα ή σε είδος, η οποία καταβάλλεται όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του ασφαλιστή, ήτοι η λεγόμενη «ασφαλιστική περίπτωση». Από τα παραπάνω συνάγεται σαφώς ότι στην έννοια της ασφαλιστικής περιπτώσεως, κατά την οποία καταβάλλεται το ασφάλισμα, εμπίπτει ο θάνατος, η συνταξιοδότηση, η ιατρική πάθηση σε ασφαλίσεις υγείας, η λήξη του συμφωνηθέντος χρόνου ισχύος του συμβολαίου, η αίτηση εξαγοράς συμβολαίου κ.λ.π., σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους του εκάστοτε συμβολαίου. Η απαίτηση για καταβολή ασφαλίσματος αφορά περιοριστικά στη γεννημένη απαίτηση ασφαλισμένου, ήτοι, στην απαίτηση για καταβολή της συμφωνημένης παροχής που καλείται να καταβάλει η ασφαλιστική εταιρία, εφόσον φυσικά είναι σε λειτουργία, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν επέλθει οι συγκεκριμένες περιστάσεις από τις οποίες έχει εξαρτηθεί στην ασφαλιστική σύμβαση η καταβολή της παροχής αυτής, Αντιθέτως, ο όρος «απαίτηση από ασφάλιση» έχει ευρύτερο περιεχόμενο και η έννοιά του προκύπτει από το άρθρο 2α περ, λδ’ του ΝΔ 400/1970. Ειδικότερα, κατά την αμέσως προηγούμενη διάταξη «Απαίτηση από ασφάλιση για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθαρίσεως, θεωρείται κάθε ποσό που οφείλει η ασφαλιστική επιχείρηση σε ασφαλισμένους, κατόχους ασφαλιστηρίων συμβολαίων, δικαιούχους ή σε κάθε ζημιωθέντα, οι οποίοι έχουν δικαίωμα ασκήσεως ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής επιχειρήσεως που απορρέει από την ασφαλιστική σύμβαση, περιλαμβανομένων των ποσών που αποθεματοποιούνται για τα προεκτιθέμενα πρόσωπα, όταν δεν έχουν ακόμη καταστεί γνωστά ορισμένα στοιχεία της οφειλής. Τα ασφάλιστρα που οφείλονται από ασφαλιστική επιχείρηση λόγω μη καταρτίσεως ή ακυρώσεως ασφαλιστικών συμβάσεων θεωρούνται επίσης απαιτήσεις από ασφάλιση για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθαρίσεως. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η έννοια της «απαίτησης από ασφάλιση» είναι ευρύτερη από την έννοια του «ασφαλίσματος», καθόσον περιλαμβάνει όλα τα είδη των απαιτήσεων από ασφάλιση, είτε έχει επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος (οπότε γίνεται λόγος για απαίτηση ασφαλίσματος) είτε όχι, Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 10 του ΝΔ 400/1970 στην παρ. 1 εδ. α’ και β’ ορίζεται ότι: «Οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφάλιση και οι καθολικοί και ειδικοί τους διάδοχοι έχουν προνόμιο στην ασφαλιστική τοποθέτηση, που προηγείται από κάθε άλλο γενικό ή ειδικό προνόμιο εκτός από το προνόμιο της παραγράφου 9 του άρθρου 12α του παρόντος. Το προνόμιο αυτό ασκείται αποκλειστικό από τους δικαιούχους ασφαλίσεων ζωής, από τους δικαιούχους ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων και από τους δικαιούχους των λοιπών ασφαλίσεων κατά ζημιών στα περιουσιακό στοιχεία που έχουν διατεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση αντίστοιχα για καθεμία από τις ασφαλίσεις αυτές. Το ως άνω προνόμιο ισχύει και μετά τη λύση της ασφαλιστικής επιχείρησης». Κατά δε την παράγραφο 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 10 του ΝΔ 400/1970 προβλέπεται ότι: «Σε περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικής επιχείρησης ο, κατά το άρθρο “12α” του παρόντος, επόπτης εκκαθάρισης ή πτώχευσης καλεί μέσα σε δέκα ημέρες από τον διορισμό του τους δικαιούχους ασφαλίσματος, με . ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μια φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες, από τις οποίες μία τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μια οικονομική, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία μέσα σε τρεις μήνες από την τελευταία δημοσίευση. Δεν καλούνται οι δικαιούχοι ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, καθώς και οι δικαιούχοι ασφαλίσεων ζωής, για τους οποίους δεν έχει επέλθει ασφαλιστική περίπτωση. Η επαλήθευση των απαιτήσεων γίνεται από τα ως άνω όργανα, αρχίζει το αργότερο μέσα σε τρεις ημέρες από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις που δεν αμφισβητούνται από τα ως άνω όργανα ή έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή (εκτελεστή) απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου. Ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος υποβάλλουν στο Υπουργείο Εμπορίου κατάσταση των δικαιούχων ασφαλίσματος μέσα σε δύο μήνες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αναγγελιών. Στην κατάσταση αυτή περιλαμβάνονται, εφόσον έχουν επαληθευθεί οι απαιτήσεις τους: α) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλί­σεων ζωής) β) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων κατά ζημιών εκτός ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, που έχουν δηλώσει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και έχει καταχωρισθεί η δήλωση στα βιβλία της ασφαλιστικής επιχείρησης και γ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία. Για τις απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικό ή εξώδικα γίνεται χωριστή μνεία, στην οποία αναφέρεται το ποσό που εκτιμά ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος και το ποσό που διεκδικεί ο δικαιούχος ασφαλίσματος. Στην κατάσταση καταχωρίζονται και οι τυχόν διαφωνίες κατά την επαλήθευση μεταξύ επόπτη και εκκαθαριστή ή συνδίκου. Η κατάσταση καταχωρίζεται αμέσως στο μητρώο ασφαλιστικών επιχειρήσεων και η ανακοίνωση της καταχώρισής της δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μια τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης, μια φορά την εβδομάδα επί τρεις συνεχείς εβδομάδες. Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο». Με τη διάταξη δε του άρθρου 12α παρ. 5 του ΝΑ 400/1970 ορίζεται ότι: «Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της ασφαλίσεων αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται σε ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση, Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης», Κατά δε την παράγραφο 10 εδ, β’ του άρθρου 12α του ΝΔ 400/1970 ορίζεται ότι: «Μετά τη λήξη της εκκαθάρισης, η εκκαθάριση δοσοληψιών εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου συνεχίζεται κατά τις διατάξεις που διέπουν την εκκαθάριση του νομικού προσώπου της επιχείρησης (κοινή εκκαθάριση)». Από τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 10 και 120/ του ΝΔ 400/1970, σαφώς συνάγεται ότι, σε περίπτωση ανακλήσεως της αδεΐας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχειρήσεως, επακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως, κατά το οποίο αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις και η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ασφαλιστικής επιχειρήσεως και οι δικαιούχοι του ασφαλίσματος και οποιοσδήποτε άλλης απαιτήσεως κατ’ αυτής υποχρεούνται να υπαχθούν στη διαδικασία αναγγελίας και επαληθεύσεως των απαιτήσεων τους, προκειμένου να συμμετάσχουν στη διανομή της ασφαλιστικής τοποθετήσεως (ΕφΘεσ 1038/2009 ΕΕμπΔ2009.730, ΕφΠειρ 279/2001 «ΝΟΜΟΣ»). Για δε την αναγγελία των ασφαλισμένων ισχύουν, όσα προβλέπονται και στο πτωχευτικό δίκαιο, καθόσον κατά τη διάταξη του άρθρου 179 του ΠτΚ, οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται συμπληρωματικά και επί εκκαθαρίσεως ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά το μέρος που δεν ρυθμίζονται ειδικά. Ήτοι, η αναγγελία αποτελεί δήλωση βουλήσεως με μορφή «ανακοίνωσης παράστασης», με την οποία ο ασφαλισμένος ανακοινώνει στον εκκαθαριστή την ύπαρξη της απαιτήσεώς του, γίνεται δε εγγράφως και πρέπει να αναφέρει το είδος και την αιτία της απαιτήσεως του αναγγελλόμενου, καθώς και το ύψος αυτής, ενώ θα πρέπει να κατατίθενται, μαζί με την αναγγελία, τα αποδεικτικά της απαιτήσεως έγγραφα, ώστε να μπορεί ο εκκαθαριστής να προβεί στην επαλήθευση της απαιτήσεως και του προνομιακού της χαρακτήρα. Η αναγγελία των απαιτήσεων των ασφαλισμένων στα όργανα της εκκαθαρίσεως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ΝΔ 400/1970 και αποτελεί σαφώς αντίβαρο στην αναστολή των ατομικών διώξεων που προβλέπεται στο άρθρο 12α παρ. 5 του ίδιου ως άνω νομοθετικού διατάγματος προκειμένου να διασφαλίζεται αποτελεσματικά, υπό το πρίσμα της αρχής της καθολικότητας η συμμετοχή του ασφαλισμένου στην ασφαλιστική εκκαθάριση (ΑΠ 234/2016 «ΝΟΜΟΣ»). Εκ πρώτης όψεως, η αναγγελία έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, καθώς κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ΝΔ 400/1970, καλούνται οι δικαιούχοι ασφαλίσματος όχι όμως και οι ασφαλισμένοι ζωής, ως προς τους οποίους κατά τις ανωτέρω γενόμενες αναλυτικές διακρίσεις, δεν έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση. Ωστόσο, από το παραπάνω γεγονός δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι τελευταίοι δεν υποχρεούνται σε αναγγελία της απαιτήσεώς τους, Ειδικότερα, πράγματι το άρθρο 10 παρ. 3 του ΝΔ 400/1970 ορίζει ακολούθως ότι υποβάλλεται στην εποπτική αρχή κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεων (στο εξής ΚΔΑ), η οποία περιλαμβάνει τους δικαιούχους ασφαλίσματος ζωής ενώ, επίσης, χωριστά αναφέρεται ότι περιλαμβάνει και όσους «αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία», ήτοι την ταχθείσα προθεσμία αναγγελίας πράγμα όμως που αφορά και πάλι τους δικαιούχους ασφαλίσματος διότι αυτοί έχουν μόνο κληθεί. Επομένως η ως άνω διάταξη, όσον αφορά στους δικαιούχους ασφαλίσματος, είναι σαφής ως προς το ότι αυτοί έχουν υποχρέωση να αναγγείλουν την αξίωσή τους στον εκκαθαριστή, ώστε, μετά την επαλήθευσή τους να συμπεριληφθούν στη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως. Από την άλλη πλευρά/ από το άρθρο 10 παρ, 3 του ΝΔ 400/1970 δεν προκύπτει ότι η αναγγελία αφορά ή ότι η συνακόλουθη ΚΔΑ περιλαμβάνει τους δικαιούχους απαιτήσεως ασφαλίσεως. Ωστόσο, πρέπει στο σημείο αυτό να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα; Καταρχήν με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 εδ. α’ του ΝΔ400/1970 προβλέπεται ότι: «Τριάντα ημέρες μετά την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της, εκτός από αυτές των ασφαλίσεων ζωής, εφόσον μέσα στην πιο πάνω προθεσμία δεν έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Εμπορίου τυχόν αίτηση άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης περί αναδοχής του ασφαλιστικού της χαρτοφυλακίου». Από την παραπάνω ρύθμιση συνάγεται ότι οι ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής δεν λήγουν με την ανάκληση της άδειας αλλά παραμένουν σε ισχύ. Έτσι ενώ η πρόωρη λύση αυτών των συμβάσεων θα οδηγούσε σε αξίωση των ασφαλισμένων στην αξία εξαγοράς κατά τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 4 εδ. γ’ του Ν 2496/1997/ η συνέχισή τους σημαίνει, αντίθετα/ ότι οι ασφαλισμένοι δεν αποκτούν με μόνη την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχειρήσεως αξίωση κατ’ αυτής. Αυτός είναι κι ο λόγος που η αναγγελία και η ακόλουθη κατάσταση δικαιούχων περιλαμβάνουν/ κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ΝΔ 400/1970/ μόνον τους δικαιούχους ασφαλίσματος και όχι και του δικαιούχους ασφαλίσεως ζωής. Ήτοι, κατά την αντίληψη του νομοθέτη του ΝΔ 400/1970/ οι ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής στις οποίες δεν έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση κατά το χρόνο ανακλήσεως της άδειας δεν λήγουν, αλλά διατηρούνται σε ισχύ, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει γεννημένη αξίωση του ασφαλισμένου η οποία θα είχε λόγο αναγγελίας. Συνεπώς ο λόγος που η ως άνω διάταξη (άρθρο 10 παρ. 3 του ΝΔ 400/1970) δεν προβλέπει αναγγελία όσων δεν έχουν γεννημένη απαίτηση σε ασφάλισμα κατά την ανάκληση της άδειας δεν είναι ότι αυτοί μετέχουν, άνευ άλλου τίνος, στην εκκαθάριση, αλλά ότι ο τότε νομοθέτης είχε υπόψη του ότι αυτές οι συμβάσεις συνεχίζονται. Η παραπάνω άποψη – κρίση ενισχύεται ιδίως από το ότι στην παρ. 4α του άρθρου 10 του ΝΔ 400/1970 που προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 17 του Ν 3790/2009 και όπως αυτή ίσχυε πριν καταργηθεί με την παρ. 1α του άρθρου 2 του Ν 3867/2010 οριζόταν ότι: «Μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, κατόπιν πρότασης της ΕΠΕΙΑ δύναται, αφού λάβει υπόψη του και τη συστηματική σπουδαιότητα των τυχόν χαρτοφυλακίων ζωής, που διαχειριζόταν η υπό εκκαθάριση επιχείρηση, να ορίζει επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής, ο οποίος είναι πρόσωπο άλλο από τον επόπτη εκκαθάρισης και καθίσταται αποκλειστικά υπεύθυνος για την αναδιοργάνωση των χαρτοφυλακίων αυτών, που δεν τίθενται σε εκκαθάριση. Μερική ή ολική μεταβίβαση των ως άνω χαρτοφυλακίων ζωής επιτρέπεται με επιμέλεια του ως άνω επόπτη, διενεργείται δε, μετά από απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, κατόπιν πρότασης της ΕΠΕΙΑ, κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο άρθρο 3 παρ. 6 και 59 του παρόντος διατάγματος…», Βάσει της ως άνω διατάξεως, εξεδόθη η Υπουργική Απόφαση με αριθμό Β,2574/16.2,2009 «θέματα εφαρμογής του άρθρου 10 παρ. 4α του ΝΔ 400/1970» (ΦΕΚ Β’ 2509/18.12.2009), που υπεγράφη από τον Υφυπουργό Οικονομικών, με την οποία εξειδικεύθηκαν οι αρμοδιότητες και ενέργειες του επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής για την αναδιοργάνωση και εν γένει τη λειτουργία των χαρτοφυλακίων Ζωής των εταιριών που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας τους. Μεταξύ δε των αρμοδιοτήτων του Επόπτη Χαρτοφυλακίου Ζωής, ήταν, κατ’ άρθρο 4 της ως άνω ΥΑ, η διενέργεια απογραφής των ασφαλισμένων και των απαιτήσεών τους σύμφωνα με τα έντυπα και τα ηλεκτρονικά αρχεία της επιχειρήσεως (παρ. 1), στη συνέχεια, εντός δέκα (10) ημερών από την ολοκλήρωση της απογραφής ………….. έπρεπε να αναρτηθεί «κατάλογος ασφαλισμένων» στην ιστοσελίδα της ………… και να δημοσιευθεί το γεγονός της αναρτήσεως μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες, από τις οποίες μια τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχειρήσεως και μια είναι οικονομική. Πρόσωπο που έχει ασφαλισθεί και δεν είναι καταχωρημένος στον ως άνω κατάλογο, προσκομίζει το ασφαλιστήριο ή την αίτηση ασφαλίσεως πλέον της αποδείξεως (προ) καταβολής του ασφαλίσματος στον Επόπτη προκειμένου για την καταγραφή του μετά από σχετική επαλήθευση (παρ. 2). Επίσης, κατά την παρ. 3 του άρθρου 4 της ως άνω ΥΑ, εντός δέκα (10) ημερών από την ολοκλήρωση της απογραφής, ο Επόπτης του Χαρτοφυλακίου Ζωής καταρτίζει το «Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής», στο οποίο Περιέχονται ανά κλάδο: «α) Το σύνολο των Ασφαλισμένων κατά την ημερομηνία Θέσης της Επιχείρησης σε εκκαθάριση.

Ασφαλισμένος ο οποίος έχει προσκομίσει ασφαλιστήριο ή αίτηση ασφάλισης πλέον απόδειξης (προ)καταβολής ασφαλίσματος, δεν καταγράφεται όμως στα αρχεία της Επιχείρησης καταχωρείται στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στα προσκομισθέντα στον Επόπτη έγγραφα, εφόσον επαληθευθεί από αυτόν, β) Το σύνολο των Παροχών της Επιχείρησης έναντι κάθε Ασφαλισμένου κατά την ημερομηνία κατάρτισης του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής. Η καταγραφή κάθε Παροχής γίνεται με ευθύνη του Επόπτη αφού ληφθεί υπόψη η αποτίμηση της σύμφωνα αφενός με τους όρους του ασφαλιστηρίου, αφετέρου της αίτησης ασφάλισης και εκ τρίτου των διαλαμβανομένων στα αρχεία της Επιχείρησης και των για την συγκεκριμένη σύμβαση διαλαμβανόμενων στο Βιβλίο Τεχνικών Σημειωμάτων και Γενικών και Ειδικών Όρων των Ασφαλίσεων Ζωής της Επιχείρησης. Οι λοιπές τιμές της Παροχής απλώς αναφέρονται στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής». Από τα παραπάνω συνάγεται ότι στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής περιλαμβάνεται το σύνολο των ασφαλισμένων στους κλάδους ζωής με τα ειδικότερα ασφαλιστικά προγράμματα που οι ασφαλισμένοι κατείχαν και προσδιορίζεται το σύνολο των υποχρεώσεων της εταιρείας για κάθε ασφαλιζόμενο ξεχωριστά ανά ασφαλιστήριο ζωής με ημερομηνία υπολογισμού της ως άνω υποχρεώσεως την ημερομηνία κατά την οποία ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εταιρείας, αφού, από την ημερομηνία αυτή αναστέλλεται το δικαίωμα της εταιρείας για είσπραξη ασφαλίστρων και η υποχρέωση ικανοποιήσεως απαιτήσεων από τον ασφαλιστή, κατ’ άρθρο 2 παρ, 1γ’ του Ν 3867/2010. Τα παραπάνω δε στοιχεία που περιλαμβάνονται στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής συγκεντρώνονται κατά κανόνα κατόπιν απογραφής του συνόλου των ασφαλισμένων (άρθρο 4 παρ. 3 της ΥΑ) και όχι βάσει αναγγελιών, καθώς η περίπτωση της αναγγελίας προβλέπεται μόνο ως «θεραπεία» τυχόν σφαλμάτων κατά τη σύνταξη του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής, εξαιτίας των οποίων υπήρξε παράλειψη καταχωρίσεως ασφαλισμένων σε αυτό. Επίσης, το Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής προσδιορίζει το μαθηματικό απόθεμα που όφειλε να διαθέτει η εταιρεία κατά την ημερομηνία ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας της για έκαστο ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Στη συνέχεια, με το άρθρο 1 του Ν 3867/2010 (ΦΕΚ Α’ 128/3.8.2010) καταργήθηκε η ΕΠΕΙΑ και μεταφέρθηκαν όλες οι αρμοδιότητες της στην Τράπεζα της Ελλάδος. Με το άρθρο 2 δε του ίδιου ως άνω νόμου/ όπως προεκτέθηκε, καταργήθηκε η παρ. 4α του άρθρου 10 του ΝΔ 400/1970 και προβλέφθηκε ειδικώς ότι στις εκκρεμείς διαδικασίες που αφορούσαν ασφαλιστικές επιχειρήσεις των οποίων, κατά την ημέρα δημοσιεύσεως αυτού του νόμου, έχει ήδη ανακληθεί η άδεια λειτουργίας και έχει οριστεί επόπτης χαρτοφυλακίων ζωής, θα εξακολουθούσαν να διέπονται από τις διατάξεις που καταργούνταν, όπως αυτές τροποποιούνται και συμπληρώνονται. Επίσης, στο άρθρο 2 παρ. 5 του Ν 3867/2010 ορίζεται ότι: «Αν παρέλθει ένα έτος από τη δημοσίευση αυτού του νόμου χωρίς να εκδοθεί εγκριτική απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, η διαδικασία περατώνεται αυτοδίκαια και για το χαρτοφυλάκιο ζωής εφαρμόζονται οι διατάξεις της ασφαλιστικής εκκαθάρισης του ΝΔ 400/1970, όπως ισχύουν». Η εν λόγω προθεσμία είχε αρχικό παραταθεί διαδοχικά με το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν 4002/2011 έως 31.3.2012 και με το άρθρο τέταρτο παρ. 3 εδ. δ’ του Ν 4063/2012 έως 31,5.2012. Από τις ως άνω διατάξεις, αλλά και τα όσα ήδη εκτέθηκαν, προκύπτει ότι, μετά την ανάκληση της αδείας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχειρήσεως, δίνεται ένα ιδιαίτερο, αυξημένο θα έλεγε κάποιος, βάρος στις περιπτώσεις των ασφαλειών ζωής για τις οποίες δεν έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, ώστε όλες αυτές οι περιπτώσεις, καλούμενες ως «Χαρτοφυλάκιο Ζωής», να «διασωθούν» κατά κάποιον τρόπο, παραμένοντας σε ισχύ, αφού γι’ αυτές ειδικά προβλέπεται ότι δεν λύνονται αυτοδίκαια μετά την οριστική ανάκληση της αδείας της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, με σκοπό να μεταβιβασθούν, αν τούτο καταστεί δυνατό, σε άλλη ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία, Με βάση τα ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι, μετά και την οριστική αποτυχία μεταβιβάσεως σε ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία του Χαρτοφυλακίου Ζωής της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχειρήσεως, θεωρούνται λυμένες και όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής και μάλιστα από την ημερομηνία ανακλήσεως της αδείας λειτουργίας της τελευταίας και από τούδε και στο εξής εφαρμόζονται και για τους δικαιούχους ασφαλίσεως ζωής οι διατάξεις της αναγκαστικής εκκαθαρίσεως, με αυτόθροη συνέπεια, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, την υποχρέωση των τελευταίων για αναγγελία των απαιτήσεών τους στον εκκαθαριστή, με σκοπό την επαλήθευσή τους και την προνομιακή τους ικανοποίηση από την ασφαλιστική τοποθέτηση, μετά από σχετική πρόσκληση από τον τελευταίο, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των όσων προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 10 παρ, 3 του ΝΔ 400/1970 για τους δικαιούχους ασφαλίσματος, Ο μόνος λόγος που δεν προβλέφθηκε και αυτό στην ως άνω διάταξη είναι ότι ο νομοθέτης του ΝΔ 400/1970 θεωρούσε ότι οι ασφαλίσεις ζωής δεν έχουν λυθεί αυτοδίκαια με την ανάκληση της αδείας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, κατά τα ανωτέρω αναλυτικώς εκτιθέμενα. Άλλωστε, όπως ήδη προεκτέθηκε, αυτή η διαδικασία της αναγγελίας των απαιτήσεων ακολουθείται και για τους δικαιούχους ασφαλίσματος και, συνεπώς, το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για τους δικαιούχους ασφαλίσεως ζωής, αφού δεν συντρέχει λόγος διαφορετικής αντιμετωπίσεως αυτών στα πλαίσια της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως και της προνομιακής ικανοποιήσεως αμφοτέρων από την ασφαλιστική τοποθέτηση. Απλά, η όλη διαδικασία για τους τελευταίους ξεκινά σε ένα μεταγενέστερο στάδιο σε σχέση με τη διαδικασία που ισχύει για τους δικαιούχους ασφαλίσματος, καθώς θα πρέπει πρώτα να αποβεί οριστικά άκαρπη η προσπάθεια μεταβιβάσεως του Χαρτοφυλακίου Ζωής σε ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία. Όσον αφορά στο θέμα του εάν η κατάρτιση του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής και η καταγραφή σε αυτό των δικαιούχων ασφαλίσεως μπορεί να υποκαταστήσει την ως άνω υποχρέωση των δικαιούχων ασφαλίσεως ζωής για αναγγελία, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, αυτό δεν είναι δυνατό. Τούτο διότι, καταρχήν, το ίδιο το ως άνω νομοθετικό πλαίσιο δεν δίνει τέτοια σημασία στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο. Άλλωστε, όπως ήδη προεκτέθηκε, η κατάρτιση του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής γίνεται στα πλαίσια της «αναδιοργάνωσης του χαρτοφυλακίου», κατ’ άρθρο 10 παρ. 4α του ΝΔ 400/1970, με σκοπό τη μεταβίβαση αυτού σε ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία. Μετά δε την αποτυχία του ως άνω στόχου, η έννοια και η σημασία αυτού παύει να υφίσταται. Αντίθετα, μάλιστα, στο άρθρο 2 παρ. 4 και 5 του ν. 3867/2010 η μεταβίβαση σε ανάδοχο και η ασφαλιστική εκκαθάριση αντιμετωπίζονται ως δύο αυτοτελείς και αλληλοαποκλειόμενες ταυτόχρονες διαδικασίες, αφού μόνο η λήξη της προσπάθειας για την πρώτη οδηγεί στη δεύτερη. Επίσης, ο διορισθείς Επόπτης Χαρτοφυλακίου Ζωής, ο οποίος ήταν αρμόδιος για την αναδιοργάνωση του χαρτοφυλακίου, είχε λειτουργία συνδεόμενη μόνο με αυτή τη διαδικασία και δεν είναι όργανο της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως. Συνεπώς, όπως σε κάθε συλλογική διαδικασία ικανοποιήσεως των πιστωτών, η προηγούμενη αναγγελία των ασφαλισμένων προς τον εκκαθαριστή, είτε έχουν αξίωση σε ασφάλισμα είτε σε αξία εξαγοράς, είναι αναγκαία προκειμένου να συμπεριληφθούν στην κατάσταση δικαιούχων. Κάθε άλλη αντίθετη προσέγγιση βάσει της οποίας θα υποχρεώνονταν σε αναγγελία αποκλειστικά και μόνο μία κατηγορία ασφαλισμένων, όπως λ.χ. οι δικαιούχοι ασφαλίσματος και όχι οι δικαιούχοι αξίας εξαγοράς ή το αντίστροφο, θα συνεπαγόταν κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ισότιμης μεταχειρίσεως των πιστωτών, η οποία διατρέχει ως θεμελιώδης και κατευθυντήρια βασική αρχή το πτωχευτικό δίκαιο και εν γένει τις συλλογικές διαδικασίες ικανοποιήσεως των πιστωτών. Αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II), στα άρθρα 2 και 8 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις, προσαρμογή που έλαβε χώρα με τον ν. 4364/2016 «Περί ιδιωτικής ασφαλίσεως, καταργήσεως ν.δ. 400/70 κ.λ.π.», ο εθνικός νομοθέτης διέλαβε μεταβατική διάταξη, αυτή του άρθρου 248 του ως άνω νόμου, με την οποία προβλέφθηκε ότι οι υφιστάμενες κατά την 1.1.2016 εκκαθαρίσεις διέπονται από ένα ειδικό νομοθετικό καθεστώς, που αποτελεί σύνθεση διατάξεων του ν.δ. 400/70 και ορισμένων διατάξεων του νόμου που ενσωματώνει την Οδηγία Solvency II. Ο λόγος για την υιοθέτηση του ειδικού αυτού νομοθετικού πλαισίου ήταν, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην Αιτιολογική Έκθεση του παραπάνω νόμου: «η αδυναμία των υφισταμένων εκκαθαρίσεων να ενταχθούν στο νέο πλαίσιο για την ασφαλιστική εκκαθάριση. Στοιχεία που καθιστούν αδύνατο κάτι τέτοιο αποτελούν κυρίως η μη ύπαρξη της έννοιας της ασφαλιστικής τοποθέτησης στο πλαίσιο του νέου νόμου, αλλά και η διαφοροποίηση της σειράς των προνομίων σε σχέση με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, η δραστηριοποίηση του επόπτη εκκαθάρισης σε ενέργειες που πλέον ανήκουν στις αρμοδιότητες του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κ.λ.π.». Και ναι μεν, βούληση του νομοθέτη ήταν να καταστήσει σαφές ότι όλες οι απαιτήσεις από ασφάλιση και όχι μόνον οι απαιτήσεις εκ του ασφαλίσματος υπόκεινται στην υποχρέωση αναγγελίας, πλην όμως, εξαίρεσε ρητώς την εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 242 αυτού για την καθολική αυτή υποχρέωση για όσες ασφαλιστικές απαιτήσεις υφίσταντο ήδη κατά την 31.12.2015. Περαιτέρω, σε περίπτωση που κάποιος ασφαλισμένος από εκείνους που ικανοποιούνται προνομιακά από την ασφαλιστική τοποθέτηση δεν αναγγείλει εμπρόθεσμα τις απαιτήσεις του, τότε προκύπτει το ζήτημα της δυνατότητας εντάξεως των απαιτήσεων αυτών στη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως, εν προκειμένω, της εντάξεώς τους στην Κατάσταση Δικαιούχων Ασφαλισμένων. Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 3 του ΝΔ 400/1970 «Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων Μολονότι η δυνατότητα προβολής αιτήματος περί εκπρόθεσμης αναγγελίας θα μπορούσε, εκ πρώτης όψεως, να θεωρηθεί ως ένα είδος αντιρρήσεως της ανακοπής του άρθρου 10 παρ. 3 του ΝΔ 400/1970, εντούτοις, η συγκεκριμένη προσέγγιση αφ’ ενός προσκρούει στη γραμματική διατύπωση του άρθρου, αφ’ ετέρου δεν είναι συμβατή με το ειδικότερο εννοιολογικό περιεχόμενο των «αντιρρήσεων» και την εν γένει συστηματική της ρύθμιση. Ειδικότερα, στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 10 του ΝΔ 100/1970 ορίζεται ότι, στην κατάσταση δικαιούχων, επί της οποίας ασκούνται οι αντιρρήσεις, περιλαμβάνονται όσοι αναφέρονται στα υπό στοιχεία α-γ στοιχεία, εφόσον έχουν επαληθευθεί οι απαιτήσεις τους. Επομένως, οι όποιες αντιρρήσεις προβάλλονται με την ως άνω ανακοπή αφορούν στην επαλήθευση. Πλην όμως, η επαλήθευση ακολουθεί την αναγγελία και, συνεπώς, αν δεν έχει χωρήσει πρώτα αναγγελία δεν μπορεί να έχει λάβει χώρα επαλήθευση. Επιπλέον, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης διατάξεως, το περιεχόμενο των αντιρρήσεων μπορεί να είναι παράπονο των ασφαλισμένων κατά της απορρίψεως ή της εν μέρει παραδοχής της απαιτήσεώς τους ή παράπονο οποιοσδήποτε ενδιαφερομένου κατά της παραδοχής απαιτήσεώς ασφαλισμένου, Τούτο σημαίνει ότι η αποδοχή της προβολής αιτήματος περί εκπρόθεσμης αναγγελίας στο πλαίσιο της ανακοπής του άρθρου 10 παρ. 3 του ΝΔ 400/1970 δεν θα αφορούσε εν προκειμένω σε επαλήθευση (σε «αντιρρήσεις») επί της ήδη υπάρχουσας Κατάστασης Δικαιούχων Απαιτήσεων, αλλά σε εισαγωγή νέων απαιτήσεων σε αυτήν, μεταβάλλοντας την ειδικότερη αποστολή που υπηρετεί η συγκεκριμένη ρύθμιση (βλ. και την από 12.4.2016 Γνωμοδότηση του Γ. Δ. Τριανταφυλλάκη, Καθηγητή Νομικής στο ΔΠΘ και την από 25.4.2016 Γνωμοδότηση του Αγγέλου Μπώλου, Καθηγητή Εμπορικού Δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου). Τα ανωτέρω ενισχύονται και από το γεγονός ότι στο Πτωχευτικό Δίκαιο, οι διατάξεις του οποίου, όπως ήδη προεκτέθηκε, κατ άρθρο 179 του ΠτΚ, εφαρμόζονται συμπληρωματικά και επί ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως, ρυθμίζεται αντίστοιχα στη διαδικασία της πτωχεύσεως το θέμα της προβολής αντιρρήσεων κατά τη διαδικασία της επαληθεύσεως των απαιτήσεων, με τη διάταξη του άρθρου 95 του ΠτΚ. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ωστόσο, ήτοι, στην έννοια των «αντιρρήσεων» δεν περιλαμβάνεται και η περίπτωση της εκπρόθεσμης αναγγελίας των απαιτήσεων στην πτωχευτική διαδικασία, αφού γι’ αυτήν την περίπτωση υπάρχει ειδική πρόβλεψη. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 1 ΠτΚ προβλέπεται ότι: «Πιστωτές που δεν ανήγγειλαν την απαίτησή τους μέσα στη νόμιμη προθεσμία, ώστε να μετάσχουν στην επαλήθευση, μπορούν με ανακοπή και δικό τους έξοδα να ζητήσουν την επαλήθευσή της από το πτωχευτικό δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία του άρθρου 54». Επομένως και στο Πτωχευτικό Δίκαιο διαχωρίζεται η περίπτωση της προβολής αντιρρήσεων κατά της επαληθεύσεως των απαιτήσεων από αυτήν της μη αναγγελίας των απαιτήσεων. Κατόπιν όλων των παραπάνω, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, είναι σαφές ότι για τον δικαιούχο ασφαλίσεως ζωής που δεν ανήγγειλε την απαίτησή του στον εκκαθαριστή ή δεν την ανήγγειλε εμπροθέσμως, δεν χωρεί η ως άνω ανακοπή του άρθρου 10 παρ. 3 του ΝΔ 400/1970. Χωρεί, όμως, η ανακοπή της διατάξεως του αμέσως παραπάνω εκτιθεμένου άρθρου 92 του ΠτΚ, συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενου και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως. Τούτο είναι, κατ’ αρχήν δογματικά ορθό, καθώς δεν δύναται σε δύο εξίσου συλλογικές διαδικασίες με παρεμφερείς και, σε κάποια σημεία τους όμοιους, σκοπούς, όπως είναι η πτώχευση και η ασφαλιστική εκκαθάριση, στη μεν πρώτη να παρέχεται η δυνατότητα στον πιστωτή που δεν ανήγγειλε εμπρόθεσμα την απαίτησή του να την αναγγείλει ώστε να συμμετάσχει στην πτωχευτική διαδικασία, στη δε δεύτερη να μην προβλέπεται τέτοια δυνατότητα για τον ασφαλισμένο που δεν ανήγγειλε την απαίτησή του, με αποτέλεσμα αυτός να βρίσκεται τελικά σε δυσμενέστερη θέση, όντας αντιμέτωπος με τον κίνδυνο να χάσει κάθε δυνατότητα ικανοποιήσεως, αν παρέλθει η προθεσμία που του τάχθηκε στο πλαίσιο μίας διαδικασίας που κινήθηκε λόγω της αφερεγγυότητας του οφειλέτη του. Μία τέτοια διάκριση μεταξύ των δύο διαδικασιών δεν στηρίζεται σε κανέναν απολύτως λόγο. Ωστόσο, για την συμπληρωματική εφαρμογή της ως άνω διάταξης του άρθρου 92 παρ. 1 του ΠτΚ, και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το όλο νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει για την ασφαλιστική εκκαθάριση, ώστε η άσκηση μίας τέτοιας ανακοπής να μην αποτελέσει τροχοπέδη, ιδίως για τις ταχύτατες διαδικασίες που προβλέπονται για την περαιωσή της. Συγκεκριμένα, η ανακοπή του άρθρου 92 του ΠτΚ δικάζεται, κατ’ άρθρο 54 του ΠτΚ, κατά τη διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας (άρθρα 741 επ. ΚΠΟΛΔ), από το πτωχευτικό Δικαστήριο, που κατ’ άρθρο 53 του ΠτΚ είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο που κήρυξε την πτώχευση. Εντούτοις, στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως, αυτή αποτελεί στάδιο που επέρχεται αναγκαστικά, όπως ήδη προεκτέθηκε, μετά την ανάκληση της αδείας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχειρήσεως για παράβαση νόμου, καθώς και σε περίπτωση λάθους του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχειρήσεως στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών στοιχείων (άρθρο 12 παρ. 1 του ΝΔ 400/1970). Η δε ανάκληση της αδείας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχειρήσεως δεν διατάσσεται από κάποιο Δικαστήριο, αλλά λαμβάνει χώρα μετά από απόφαση του Δ.Σ. της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης. Συνεπώς, εν προκειμένω, στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως, δεν υπάρχει αντίστοιχη έννοια με αυτή του «πτωχευτικού Δικαστηρίου». Ωστόσο, από τις διατάξεις των άρθρων του ΝΔ 400/1970, μπορούν να συναχθούν τα ακόλουθα: α) με τη διάταξη του άρθρου 12α παρ. 6 ΝΔ 400/1970 ορίζεται ότι: «Με τη θέση της επιχείρησης σε ασφαλιστική εκκαθάριση οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων με πρωτοβουλία των δικαιούχων ασφαλίσματος ή του επόπτη εκκαθάρισης και του εκκαθαριστή ή του επόπτη πτώχευσης και του συνδίκου.

Εκκρεμείς διαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται, με κλήση οποιοσδήποτε νομιμοποιούμενου/ στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξάρτητα από το ποσά» και β) με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ, 3 ΝΔ 400/1970 ορίζεται ότι: «Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης, μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι, για τις δίκες που προκύπτουν κατά τη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως ασφαλιστικής επιχειρήσεως, ο νομοθέτης θέλησε να υπάρχει γι’ αυτές αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της επιχειρήσεως και προέβλεψε την εκδίκασή τους με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ως, κατά τεκμήριο, ταχεία διαδικασία, προκειμένου να περατωθεί γρήγορα η διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως και να ικανοποιηθούν οι προνομιακώς ασφαλισμένοι από την ασφαλιστική τοποθέτηση, Συνεπώς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, θα πρέπει η ανακοπή που ασκείται από τους ασφαλισμένους που δεν ανήγγειλαν εμπροθέσμως τις απαιτήσεις τους να θεωρηθεί ως ανακοπή της διατάξεως του άρθρου 92 παρ. 1 του ΠτΚ, συμπληρωματικούς εφαρμοζόμενη, λόγω μη υπάρξεως παρόμοιας ρυθμίσεως στο ΝΔ 400/1970, η οποία θα πρέπει να εκδικάζεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου της έδρας της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση επιχειρήσεως, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

  1. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο εφέσεως, η υπό ασφαλιστική εκκαθάριση εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, έκανε δεκτή την ανακοπή, θεωρώντας ότι αυτή επείχε θέση εκπρόθεσμης αναγγελίας του άρθρου 92 του ΠτΚ και έτσι ανεγνώρισε τον ανακόπτοντα ως δικαιούχο απαιτήσεως ασφαλίσεως ζωής για το συνολικό ποσό των 22.768,78 ευρώ, ενώ, εάν ορθώς εφάρμοζε το νόμο θα έπρεπε να κρίνει ότι η διάταξη του άρθρου 92 του ΠτΚ δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση.

Ο λόγος αυτός εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς, σύμφωνα με όσα αναλυτικώς εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, στην προκειμένη περίπτωση, που ο ανακόπτων, δικαιούχος ασφαλίσεως ζωής, δεν ανήγγειλε την απαίτησή του στον εκκαθαριστή της καθ’ ης η ανακοπή, ετύγχανε συμπληρωματικής εφαρμογής το άρθρο 92 του Πτωχευτικού Κώδικα λόγω μη υπάρξεως παρόμοιας ρυθμίσεως στο ν.δ. 400/1970. Δεν έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά την εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Με τον δεύτερο (επικουρικό) λόγο εφέσεως, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι, και αν ακόμη ήθελε υποτεθεί ότι είναι δυνατή η συμπληρωματική εφαρμογή του άρθρου 92 του ΠτΚ και στο πλαίσιο της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως, η ένδικη ανακοπή δεν περιείχε όλα τα απαραίτητα πραγματικά περιστατικό που είναι ικανά να θεμελιώσουν την εφαρμογή της παραπάνω διατάξεως και, ως εκ τούτου, έπρεπε να έχει απορριφθεί ως αόριστη, άλλως ως νόμω αβάσιμη. Ο λόγος αυτός εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 1 του ΠτΚ, προϋπόθεση ασκήσεως της- κατά το άρθρο αυτό-ανακοπής είναι η απώλεια εκ μέρους του πιστωτή της νόμιμης προθεσμίας για την αναγγελία της απαιτήσεώς του και η μη συμμετοχή του στην επαλήθευση των απαιτήσεων, γεγονός που ο ανακόπτων όλως ορισμένως, εκθέτει στην κρινόμενη ανακοπή του, καθιστάμενης έτσι δυνατής της συμπληρωματικής εφαρμογής του άρθρου 92 του ΠτΚ, πρόκειται, δε, για συμπληρωματική εφαρμογή και όχι αντικειμενική σώρευση των δυο νομικών βάσεων, όπως αβασίμως παραπονείται με τον τρίτο (επικουρικό) λόγο εφέσεως η ανακόπτουσα, λόγος που επίσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Δεν έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά την εφαρμογή του νόμου και οι αμέσως παραπάνω λόγοι εφέσεως πρέπει να απορριφθούν.

  1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠΟΛΔ δεν επιτρέπεται προσβολή της αποφάσεως με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, εάν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υποθέσεως, Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η έφεση, που προσβάλλει μόνο τη διάταξη της εκκαλουμένης αποφάσεως που αναφέρεται στα δικαστικά έξοδα και μόνον εφόσον στο δικόγραφο της εφέσεως δεν περιλαμβάνεται και λόγος, που πλήττει την ουσία της υπόθεσης. Ως «ουσία της υποθέσεως» κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης νοείται καθετί που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξάρτητα αν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα. Σκοπός της εν λόγω διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς ασκήσεως ενδίκου μέσου, μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της αποφάσεως και ως προς το κεφάλαιο αυτής επί της ουσίας της υποθέσεως (ΑΠ 2193/2013 «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1306/1990 ΕλλΔΝη1992.311, ΕφΠειρ 56/2016 «ΝΟΜΟΣ», Σαμουήλ «Η Εφεση» έκδ. 2009, παρ. 193, σ. 76). Εάν το ένδικο μέσο ως προς την ουσία της υποθέσεως απορριφθεί ως απαράδεκτο (λ.χ. εκπρόθεσμο) επέρχεται συγχρόνως η ίδια συνέπεια και κατά την παραπάνω διάταξη. Αντίθετα, η προσβολή των εξόδων δεν επηρεάζεται εάν απορριφθεί για άλλον λόγο το ένδικο μέσο ως προς την ουσία της υποθέσεως (ΑΠ 13/1987 ΕλλΔνη1988,114, ΑΠ 1306/1990 ό.π., ΕφΠειρ 462/2016 «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 85/2015 «ΝΟΜΟΣ», Ορφανίδης σε Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα «ΕρμΚΠΟΑΔ» υπό άρθρο 193 αρ. 4, σ. 434, Βαθρακοκοίλη «ΚΠΟΛΔ-Οι τροποποιήσεις των ετών 2002- 2005» έκδ,2006, υπό άρθρο 193, αρ. 3, σ. 232).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τελευταίο (επικουρικό) λόγο εφέσεως, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, δεν επεδίκασε δικαστική δαπάνη εις βάρος του ανακόπτοντος, καθώς η διάταξη του άρθρου 92 του ΠτΚ προβλέπει ότι το συγκεκριμένο ένδικο βοήθημα ασκείται με έξοδα του ανακόπτοντος. Ο λόγος αυτός εφέσεως παραδεκτώς προβάλλεται, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη αμέσως παραπάνω μείζονα σκέψη της παρούσας, καθώς στο δικόγραφο της εφέσεως περιλαμβάνονται λόγοι που αφορούν και σε δικονομικά ζητήματα, δεν επηρεάζεται, δε, η τύχη αυτού από την παραπάνω απόρριψη των λόγων αυτών ως αβασίμων. Είναι, όμως, ο λόγος αυτός της εφέσεως απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω της προφανούς αοριστίας του, διότι η εκκαλούσα δεν εκθέτει εάν είχε υποβάλει κατά την πρωτοβάθμια δίκη αίτημα επιδικάσεως υπέρ αυτής των δικαστικών εξόδων (ΕφΠατρ 43/2018 «ΔΣΑ», ΕφΛαρ 271/2004 Δικ/φία 2005.239), ούτως ώστε να κριθεί από το Δικαστήριο εάν συντρέχει έννομο συμφέρον αυτής προς άσκηση του λόγου αυτού εφέσεως, δεδομένου ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το εν λόγω αίτημα του ανακόπτοντος (περί επιβολής των δικαστικών του εξόδων εις βάρος της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσας) ως μη νόμιμο.

Κατόπιν τούτων και αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι εφέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση στο σύνολό της. Συνακολούθως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του προκαταβληθέντος για το παραδεκτό της εφέσεως παράβολου ποσού διακοσίων (200) ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠΟΛΔ. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας θα συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 του ΚΠΟΛΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή των υπ’ αριθμ. ………., ………. και ………. παραβολών υπέρ Δημοσίου και των υπ’ αριθμ. ………. και παραβολών υπέρ ΤΑΧΔΙΚ), τα οποία εκτίθενται στην έκθεση καταθέσεως του δικογράφου της ένδικης εφέσεως, στο Δημόσιο Ταμείο.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων στις 9 Μαρτίου 2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Επικοινωνήστε μαζί μας!

Εάν χρειάζεστε οποιαδήποτε βοήθεια, μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας. Θα σας απαντήσουμε εντός 1 εργάσιμης ημέρας. Ή αν βιάζεστε, τηλεφωνήστε μας τώρα.

Καλέστε: 21036263332103626334, 6947127417 

karouzakis.law@gmail.com Δευτέρα – Παρασκευή 9:00 – 20:00

We are using cookies to give you the best experience. You can find out more about which cookies we are using or switch them off in privacy settings.
AcceptPrivacy Settings

GDPR

  • Πολιτική Cookies

Πολιτική Cookies

Στον ιστότοπο του Δικηγορικού Γραφείου χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη διαδικτυακή σας εμπειρία. Περισσότερα